βούσταθμον: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419
(6_22)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βούσταθμον''': τό, σταῦλος βοῶν, Εὐρ. Ἑλ. 29, Ι. Α. 76· [[ὡσαύτως]] ἀρσ., ἀμφὶ βουστάθμους ὁ αὐτ. Ἑλ. 359· - οὕτω βούστᾰσις, εως, ἡ, Αἰσχύλ. Πρ. 653· βουστασία, ἡ, Λουκια. Ἀλεξ. 1· καὶ βουστάς, άδος, ἡ, Σοφ. Ἀποσπ. 417.
|lstext='''βούσταθμον''': τό, σταῦλος βοῶν, Εὐρ. Ἑλ. 29, Ι. Α. 76· [[ὡσαύτως]] ἀρσ., ἀμφὶ βουστάθμους ὁ αὐτ. Ἑλ. 359· - οὕτω βούστᾰσις, εως, ἡ, Αἰσχύλ. Πρ. 653· βουστασία, ἡ, Λουκια. Ἀλεξ. 1· καὶ βουστάς, άδος, ἡ, Σοφ. Ἀποσπ. 417.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />étable.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]], [[σταθμόν]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βούσταθμον Medium diacritics: βούσταθμον Low diacritics: βούσταθμον Capitals: ΒΟΥΣΤΑΘΜΟΝ
Transliteration A: boústathmon Transliteration B: boustathmon Transliteration C: voystathmon Beta Code: bou/staqmon

English (LSJ)

τό,

   A ox-stall, E.Hel.29, IA76, Lyc.92 (pl.): in masc. form, ἀμφὶ βουστάθμους E.Hel.359 (lyr.):—as Adj., βουστάθμου κάπης S.Ichn.8.

German (Pape)

[Seite 459] τό, Ochsenstall, Eur. I. A. 76. 363 u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

βούσταθμον: τό, σταῦλος βοῶν, Εὐρ. Ἑλ. 29, Ι. Α. 76· ὡσαύτως ἀρσ., ἀμφὶ βουστάθμους ὁ αὐτ. Ἑλ. 359· - οὕτω βούστᾰσις, εως, ἡ, Αἰσχύλ. Πρ. 653· βουστασία, ἡ, Λουκια. Ἀλεξ. 1· καὶ βουστάς, άδος, ἡ, Σοφ. Ἀποσπ. 417.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
étable.
Étymologie: βοῦς, σταθμόν.