φιλόδακρυς: Difference between revisions
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
(6_22) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλόδακρυς''': υ, γενικ. -υος, ὁ φιλῶν τὰ δάκρυα, ἀγαπῶν τὰ δάκρυα, ἀγαπῶν νὰ δακρύῃ, [[Πολυδ]]. Β΄, 63, Ϛ΄, 202, Ἐκκλ.· φ. [[πόλεμος]], ὁ πολλὰ δάκρυα προξενῶν, Βυζ.· ― [[ὡσαύτως]] φιλοδάκρυος, ον, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 11. 107· καὶ φιλοδάκρῡτος, ον, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 580. | |lstext='''φῐλόδακρυς''': υ, γενικ. -υος, ὁ φιλῶν τὰ δάκρυα, ἀγαπῶν τὰ δάκρυα, ἀγαπῶν νὰ δακρύῃ, [[Πολυδ]]. Β΄, 63, Ϛ΄, 202, Ἐκκλ.· φ. [[πόλεμος]], ὁ πολλὰ δάκρυα προξενῶν, Βυζ.· ― [[ὡσαύτως]] φιλοδάκρυος, ον, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 11. 107· καὶ φιλοδάκρῡτος, ον, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 580. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-υ, ΜΑ<br />αυτός που κλαίει [[συχνά]] και εύκολα, κλαψιάρης<br /><b>μσν.</b><br />(για γεγονότα και καταστάσεις) αυτός που γίνεται [[αιτία]] για δάκρυα, που προκαλεί δάκρυα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δακρυς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκρυ]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>δακρυς</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
English (LSJ)
υ, gen. υος,
A loving tears, given to weeping, Poll.2.63, 6.202.
German (Pape)
[Seite 1279] υ, thränenliebend, gern oder oft weinend.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόδακρυς: υ, γενικ. -υος, ὁ φιλῶν τὰ δάκρυα, ἀγαπῶν τὰ δάκρυα, ἀγαπῶν νὰ δακρύῃ, Πολυδ. Β΄, 63, Ϛ΄, 202, Ἐκκλ.· φ. πόλεμος, ὁ πολλὰ δάκρυα προξενῶν, Βυζ.· ― ὡσαύτως φιλοδάκρυος, ον, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 11. 107· καὶ φιλοδάκρῡτος, ον, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 580.
Greek Monolingual
-υ, ΜΑ
αυτός που κλαίει συχνά και εύκολα, κλαψιάρης
μσν.
(για γεγονότα και καταστάσεις) αυτός που γίνεται αιτία για δάκρυα, που προκαλεί δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -δακρυς (< δάκρυ), πρβλ. πολύ-δακρυς].