κιστίδιον: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
(6_22)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κιστίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κίστη]], [[θήκη]] μικρά, Ἀρτεμίδ. 1. 2.
|lstext='''κιστίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κίστη]], [[θήκη]] μικρά, Ἀρτεμίδ. 1. 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[κιστίδιον]], τὸ (Α)<br />μικρό [[κιβώτιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίστη]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ζωμ</i>-[[ίδιον]], <i>χοιρ</i>-[[ίδιον]])].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιστίδιον Medium diacritics: κιστίδιον Low diacritics: κιστίδιον Capitals: ΚΙΣΤΙΔΙΟΝ
Transliteration A: kistídion Transliteration B: kistidion Transliteration C: kistidion Beta Code: kisti/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of κίστη,

   A basket, Artem.1.2.

German (Pape)

[Seite 1443] τό, dim. von κίστη, Artem. 1, 2.

Greek (Liddell-Scott)

κιστίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κίστη, θήκη μικρά, Ἀρτεμίδ. 1. 2.

Greek Monolingual

κιστίδιον, τὸ (Α)
μικρό κιβώτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίστη + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. ζωμ-ίδιον, χοιρ-ίδιον)].