κιστίδιον
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
τό, Dim. of κίστη, basket, Artem.1.2.
German (Pape)
[Seite 1443] τό, dim. von κίστη, Artem. 1, 2.
Greek (Liddell-Scott)
κιστίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κίστη, θήκη μικρά, Ἀρτεμίδ. 1. 2.
Greek Monolingual
κιστίδιον, τὸ (Α)
μικρό κιβώτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίστη + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. ζωμίδιον, χοιρίδιον)].