ὀχυρόω: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀχῠρόω''': καθιστῶ τι ἰσχυρόν, ἀσφαλές, ὀχυρώνω, τὴν πόλιν Πολύβ. 14. 9, 9˙ - τὸ μέσ. [[ἁπλῶς]] ὡς τὸ ἐνεργ., Ξεν. Κύρ. 5. 4, 39, Πολύβ. 1. 18, 3. - Παθ., τὰ πρόπυλα κλείθροις ὀχυροῦνται Πλάτ. Ἀξίοχ. 371Β˙ πρόθυρα ὠχύρωτο Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 9.
|lstext='''ὀχῠρόω''': καθιστῶ τι ἰσχυρόν, ἀσφαλές, ὀχυρώνω, τὴν πόλιν Πολύβ. 14. 9, 9˙ - τὸ μέσ. [[ἁπλῶς]] ὡς τὸ ἐνεργ., Ξεν. Κύρ. 5. 4, 39, Πολύβ. 1. 18, 3. - Παθ., τὰ πρόπυλα κλείθροις ὀχυροῦνται Πλάτ. Ἀξίοχ. 371Β˙ πρόθυρα ὠχύρωτο Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 9.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>pqp. Pass.</i> ὠχυρώμην;<br />fortifier;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὀχυρόομαι-οῦμαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ὀχυρός]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχῠρόω Medium diacritics: ὀχυρόω Low diacritics: οχυρόω Capitals: ΟΧΥΡΟΩ
Transliteration A: ochyróō Transliteration B: ochyroō Transliteration C: ochyroo Beta Code: o)xuro/w

English (LSJ)

   A fortify, τοὺς λιμένας IG22.834.14 (iii B. C.); πόλιν Plb.14. 9.9, J.AJ12.7.7; τὰ στόματα τῶν ποταμῶν OGI90.25 (Rosetta, ii B. C.); τείχη LXX Je.28(51).53: metaph., τὸν τῆς εὐσεβείας λιμένα ib.4 Ma.13.7:—Med., in act. sense, X.Cyr.5.4.39, Plb.1.18.3:— Pass., τὰ πρόπυλα κλείθροις ὀχυροῦται Pl.Ax.371b, cf. OGI90.22 (Rosetta, ii B. C.); πρόθυρα τείχεσι . . ὠχύρωτο Arist.Mu.398a18.    2 ὠχυρωμένη besieged, LXX Jo.6.1.    II metaph., confirm, τὸ λεγόμενον Phld.Rh.2.98 S.    III constrain, τοὺς πονηρούς ib.148 S.

German (Pape)

[Seite 431] fest machen, befestigen; τὰ πρόπυλα σιδηροῖς κλείθροις, Plat. Ax. 371 b; u. med., ὀχυροῦσθαι τὰ τείχη φύλαξιν, Xen. Cyr. 5, 4, 39; Pol. 14, 2, 3 u. öfter, auch einmal im act., 14, 9, 9; Sp.; ὀχυρωτέος, Plut. Mar. 18.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχῠρόω: καθιστῶ τι ἰσχυρόν, ἀσφαλές, ὀχυρώνω, τὴν πόλιν Πολύβ. 14. 9, 9˙ - τὸ μέσ. ἁπλῶς ὡς τὸ ἐνεργ., Ξεν. Κύρ. 5. 4, 39, Πολύβ. 1. 18, 3. - Παθ., τὰ πρόπυλα κλείθροις ὀχυροῦνται Πλάτ. Ἀξίοχ. 371Β˙ πρόθυρα ὠχύρωτο Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 9.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pqp. Pass. ὠχυρώμην;
fortifier;
Moy. ὀχυρόομαι-οῦμαι m. sign.
Étymologie: ὀχυρός.