Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στέμβω: Difference between revisions

From LSJ

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στέμβω''': κινῶ ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]], [[σείω]], ἀνακινῶ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 412· κακῶς μεταχειρίζομαι, [[μετὰ]] τραχύτητος χειρίζομαι, Εὐστ. 235. 8. (Ἐκ τῆς √ΣΤΕΜΒ ἢ ΣΤΕΜΦ, πρβλ. ἀστεμφής, [[στέμφυλον]]. Σανσκρ. stambh, stambh-nômi, stambh-nâmi (fulcio, mnitor), stamb’ -as (postis)· Ἀρχ. Γερμαν. stamph (pilum), stamph-ôn (stampfen, stamp)· ἡ √ΣΤΙΒ, [[στείβω]] [[εἶναι]] πιθαν. [[συγγενής]], ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ [[στέμφυλον]] καὶ τῶν μνημονευθεισῶν Τευτον. λέξεων).
|lstext='''στέμβω''': κινῶ ἐδῶ καὶ [[ἐκεῖ]], [[σείω]], ἀνακινῶ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 412· κακῶς μεταχειρίζομαι, [[μετὰ]] τραχύτητος χειρίζομαι, Εὐστ. 235. 8. (Ἐκ τῆς √ΣΤΕΜΒ ἢ ΣΤΕΜΦ, πρβλ. ἀστεμφής, [[στέμφυλον]]. Σανσκρ. stambh, stambh-nômi, stambh-nâmi (fulcio, mnitor), stamb’ -as (postis)· Ἀρχ. Γερμαν. stamph (pilum), stamph-ôn (stampfen, stamp)· ἡ √ΣΤΙΒ, [[στείβω]] [[εἶναι]] πιθαν. [[συγγενής]], ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ [[στέμφυλον]] καὶ τῶν μνημονευθεισῶν Τευτον. λέξεων).
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[στείβω]].<br />'''Étymologie:''' R. Στεμβ, fouler sous les pieds.
}}
}}

Revision as of 19:25, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέμβω Medium diacritics: στέμβω Low diacritics: στέμβω Capitals: ΣΤΕΜΒΩ
Transliteration A: stémbō Transliteration B: stembō Transliteration C: stemvo Beta Code: ste/mbw

English (LSJ)

   A shake about, agitate, A.Fr.440; misuse, handle roughly, Eust.235.8.

German (Pape)

[Seite 934] = στείβω, bes. durch Stampfen erschüttern, Eust.; übtr., mißhandeln, schelten, schmähen.

Greek (Liddell-Scott)

στέμβω: κινῶ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, σείω, ἀνακινῶ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 412· κακῶς μεταχειρίζομαι, μετὰ τραχύτητος χειρίζομαι, Εὐστ. 235. 8. (Ἐκ τῆς √ΣΤΕΜΒ ἢ ΣΤΕΜΦ, πρβλ. ἀστεμφής, στέμφυλον. Σανσκρ. stambh, stambh-nômi, stambh-nâmi (fulcio, mnitor), stamb’ -as (postis)· Ἀρχ. Γερμαν. stamph (pilum), stamph-ôn (stampfen, stamp)· ἡ √ΣΤΙΒ, στείβω εἶναι πιθαν. συγγενής, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ στέμφυλον καὶ τῶν μνημονευθεισῶν Τευτον. λέξεων).

French (Bailly abrégé)

c. στείβω.
Étymologie: R. Στεμβ, fouler sous les pieds.