θυννάζω: Difference between revisions
From LSJ
(6_23) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θυννάζω''': κτυπῶ διὰ «καμακίου» θύννον, «καμακώνω»· μετάφ., κεντῶ, [[κεντρίζω]], θυννάζοντες ἐς τοὺς θυλάκους Ἀριστοφ. Σφ. 1087. | |lstext='''θυννάζω''': κτυπῶ διὰ «καμακίου» θύννον, «καμακώνω»· μετάφ., κεντῶ, [[κεντρίζω]], θυννάζοντες ἐς τοὺς θυλάκους Ἀριστοφ. Σφ. 1087. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=lancer le harpon contre un thon ; <i>fig.</i> [[εἴς]] [[τι]] contre qch.<br />'''Étymologie:''' [[θύννος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
A spear a tunny-fish, strike with a harpoon, metaph., ἐς τοὺς θυλάκους Ar.V.1087.
German (Pape)
[Seite 1225] den Thunfisch mit dem Dreizack stechen; übertr., εἴς τι, Ar. Vesp. 1087, Schol. κεντοῦντες ὡς θύννους τοῖς τριόδουσι.
Greek (Liddell-Scott)
θυννάζω: κτυπῶ διὰ «καμακίου» θύννον, «καμακώνω»· μετάφ., κεντῶ, κεντρίζω, θυννάζοντες ἐς τοὺς θυλάκους Ἀριστοφ. Σφ. 1087.
French (Bailly abrégé)
lancer le harpon contre un thon ; fig. εἴς τι contre qch.
Étymologie: θύννος.