ἑδριάω: Difference between revisions
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
(Bailly1_2) |
(big3_13) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />être assis;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἑδριάομαι <i>(seul. prés. et impf.) m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἕδρα]]. | |btext=<i>seul. prés.</i><br />être assis;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἑδριάομαι <i>(seul. prés. et impf.) m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἕδρα]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [c. diéct. v. med. impf. ἑδριόωντο <i>Il</i>.10.198, inf. ἑδριάασθαι <i>Il</i>.11.646]<br />[[sentarse]], [[estar sentado]] en v. med. ἑδριόωντο ἐν καθαρῷ <i>Il</i>.10.198, cf. <i>Od</i>.7.98, 16.344, A.R.1.330, Q.S.10.336, κατὰ δ' ἑδριάασθαι ἄνωγε <i>Il</i>.11.646, 778, cf. <i>Od</i>.3.35, <i>h.Cer</i>.191, 193, (los hijos de Estigia) αἰεὶ πὰρ Ζηνὶ ... ἑδριόωνται Hes.<i>Th</i>.388<br /><b class="num">•</b>en v. act. παρὰ δ' αὐτὸν (Zeus) [[Ἀλέξανδρος]] ... ἑδριάει Theoc.17.19, ἐνὶ χώρῃ ἐπισχερὼ ἑδριόωντες A.R.3.170, Δίκη ... ἐν δὲ Διὸς Κρονίδεω στήθεσιν ἑδριάει <i>Eleg.Alex.Adesp</i>.2.3H., ἥρωας ὁμιλαδὸν ἑδριόωντας Orph.<i>A</i>.804. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 21 August 2017
English (LSJ)
A seat or set:— Pass., sit, only in Ep. forms ἑδριόωνται Hes.Th.388; ἑδριόωντο Il.10.198, Od.7.98; ἑδριάασθαι 3.35. II intr. in Act., sit, Theoc.17.19, A.R.3.170.
German (Pape)
[Seite 717] sitzen, Theocr. 17, 19 Orph. Arg. 802 Ap. Rh. 3, 170. – Hom. im med.; ἑδριόωντο ἐν καθαρῷ Il. 10, 198; Od. 7, 98; Hes. Th. 388.
Greek (Liddell-Scott)
ἑδριάω: παθ., καθέζομαι, μόνον ἐν Ἐπ. τύποις ἑδριόωνται Ἡσ. Θ. 388· ἑδριόωντο Ἰλ. Κ. 198, Ὀδ. Η. 98· ἑδριάασθαι Ὀδ. γ. 35. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., κάθημαι, Θεόκρ. 17. 19, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 170.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
être assis;
Moy. ἑδριάομαι (seul. prés. et impf.) m. sign.
Étymologie: ἕδρα.
Spanish (DGE)
• Morfología: [c. diéct. v. med. impf. ἑδριόωντο Il.10.198, inf. ἑδριάασθαι Il.11.646]
sentarse, estar sentado en v. med. ἑδριόωντο ἐν καθαρῷ Il.10.198, cf. Od.7.98, 16.344, A.R.1.330, Q.S.10.336, κατὰ δ' ἑδριάασθαι ἄνωγε Il.11.646, 778, cf. Od.3.35, h.Cer.191, 193, (los hijos de Estigia) αἰεὶ πὰρ Ζηνὶ ... ἑδριόωνται Hes.Th.388
•en v. act. παρὰ δ' αὐτὸν (Zeus) Ἀλέξανδρος ... ἑδριάει Theoc.17.19, ἐνὶ χώρῃ ἐπισχερὼ ἑδριόωντες A.R.3.170, Δίκη ... ἐν δὲ Διὸς Κρονίδεω στήθεσιν ἑδριάει Eleg.Alex.Adesp.2.3H., ἥρωας ὁμιλαδὸν ἑδριόωντας Orph.A.804.