θαυμαστής: Difference between revisions
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
(Bailly1_3) |
(16) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />admirateur.<br />'''Étymologie:''' [[θαυμάζω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />admirateur.<br />'''Étymologie:''' [[θαυμάζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. θαυμάστρια (AM [[θαυμαστής]], Α ιων. τ. θωμαστής) [[θαυμάζω]]<br />αυτός που θαυμάζει, που εκτιμά και αποδέχεται [[κάτι]] ή κάποιον (α. «[[θαυμαστής]] του Ομήρου» β. «ἐν πολλοῖς ἐρασταῖς και θαυμασταῖς τοῦ Κάτωνος», <b>Πλούτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. θωμ-, οῦ, ὁ,
A admirer, Ps.-Hdt.Vit.Hom.5 (θωυμ- codd.), Arist. Rh.1384b37, al., Plu.Cat.Mi.25, Ph.Byz.Mir.4.2; ἑαυτοῦ Phld.Vit. p.14J.
German (Pape)
[Seite 1189] ὁ, Bewunderer; Her. vit. Hom. 3; Arist. rhet. 1, 11; Plut. oft u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θαυμαστής: Ἰων. θωμ-, οῦ, ὁ, ὁ θαυμάζων τινά, Β. Ὁμ. 3, Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 24, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
admirateur.
Étymologie: θαυμάζω.
Greek Monolingual
ο, θηλ. θαυμάστρια (AM θαυμαστής, Α ιων. τ. θωμαστής) θαυμάζω
αυτός που θαυμάζει, που εκτιμά και αποδέχεται κάτι ή κάποιον (α. «θαυμαστής του Ομήρου» β. «ἐν πολλοῖς ἐρασταῖς και θαυμασταῖς τοῦ Κάτωνος», Πλούτ.).