ἀγέστρατος: Difference between revisions
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
(Bailly1_1) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui conduit <i>ou</i> entraîne les armées.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγω]], [[στρατός]]. | |btext=ος, ον :<br />qui conduit <i>ou</i> entraîne les armées.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγω]], [[στρατός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀγέστρατος:''' ὁ, ἡ, αυτός που οδηγεί το [[στράτευμα]], σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:06, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ, ἡ,
A host-leading, Ἀθήνη Hes.Th.925; ἦχος, αὐλός, Nonn.D.26.15, 28.28.
German (Pape)
[Seite 13] Athene, die Heerführerin, Hes. Th. 925; Nonn. adj. σάλπιγγος ἦχος 26, 15; ἐνυοῦς αὐλός 28, 28.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγέστρατος: ὁ, ἡ, ὁ στρατὸν ἄγων, ὁδηγῶν, Ἀθήνη, Ἡσ. Θ. 925, σάλπιγξ, αὐλός, Νόνν. Δ. 26. 15., 28. 28.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui conduit ou entraîne les armées.
Étymologie: ἄγω, στρατός.
Greek Monotonic
ἀγέστρατος: ὁ, ἡ, αυτός που οδηγεί το στράτευμα, σε Ησίοδ.