φιλαναγνώστης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui aime la lecture.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ἀναγνώστης]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui aime la lecture.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ἀναγνώστης]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. φιλαναγνώοτρια Ν<br />αυτός που του αρέσει η [[ανάγνωση]], το [[διάβασμα]] («ἦν δὲ φύσει [[φιλόλογος]]... καὶ [[φιλαναγνώστης]]», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναγνώστης]].
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φιλαναγνώστης Medium diacritics: φιλαναγνώστης Low diacritics: φιλαναγνώστης Capitals: ΦΙΛΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ
Transliteration A: philanagnṓstēs Transliteration B: philanagnōstēs Transliteration C: filanagnostis Beta Code: filanagnw/sths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A fond of reading, Plu.Alex.8.

German (Pape)

[Seite 1274] ὁ, das Lesen liebend, Freund des Lesens, Plut. Alex. 8.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλᾰναγνώστης: -ου, ὁ, ὁ ἀγαπῶν τὴν ἀνάγνωσιν, Πλουτ. Ἀλεξ. 8.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui aime la lecture.
Étymologie: φίλος, ἀναγνώστης.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. φιλαναγνώοτρια Ν
αυτός που του αρέσει η ανάγνωση, το διάβασμα («ἦν δὲ φύσει φιλόλογος... καὶ φιλαναγνώστης», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀναγνώστης.