θυρσοφορία: Difference between revisions
From LSJ
Ὁμιλίας δὲ τὰς γεραιτέρων (γεραιτέρας) φίλει → Seniliores quaere amicitias tibi → Den Umgang mit den Älteren erwähle dir
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />action de porter un thyrse.<br />'''Étymologie:''' [[θυρσοφόρος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />action de porter un thyrse.<br />'''Étymologie:''' [[θυρσοφόρος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θυρσοφορία]], ἡ (Α) [[θυρσοφόρος]]<br />το να κρατά [[κάποιος]] θύρσο [[κατά]] τις διονυσιακές τελετές. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A bearing of the thyrsus, Plu.2.671e.
German (Pape)
[Seite 1228] ἡ, das Thyrsustragen, Plut. Symp. 4, 6, 2.
Greek (Liddell-Scott)
θυρσοφορία: ἡ, τὸ φέρειν τὸν θύρσον, Πλούτ. 2. 671Ε.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de porter un thyrse.
Étymologie: θυρσοφόρος.
Greek Monolingual
θυρσοφορία, ἡ (Α) θυρσοφόρος
το να κρατά κάποιος θύρσο κατά τις διονυσιακές τελετές.