καλλώπισμα: Difference between revisions
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
(Bailly1_3) |
(18) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />embellissement, ornement.<br />'''Étymologie:''' [[καλλωπίζω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />embellissement, ornement.<br />'''Étymologie:''' [[καλλωπίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[καλλώπισμα]]) [[καλλωπίζω]]<br />το [[μέσο]] με το οποίο [[κάποιος]] καλλωπίζεται ή καλλωπίζει<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[μέσο]] με το οποίο υπερηφανεύεται [[κάποιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[προσποίηση]] («τὰ δὲ ἄλλα ταῡτ' ἐστὶ τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα ἀνθρώπων, [[φλυαρία]] καὶ οὐδενὸς ἄξια», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για λογοτεχνικό ύφος) η επιτηδευμένη [[φράση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A ornament, Χρυσᾶ, ἀργυρᾶ κ., Plu.Lyc.9; τραπέζης Porph.Abst.3.19; source of pride, Luc.Merc.Cond.36. 2 ornament of speech, D.H.Th. 46. 3 metaph., fair show, pretence, Pl.Grg.492c (pl.).
German (Pape)
[Seite 1312] τό, Schmuck, äußerer Zierrath; τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα Plat. Gorg. 492 c; χρυσᾶ Plut. Lyc. 9; a. Sp., auch von der Rede, D. Hal. de Thuc. 46.
Greek (Liddell-Scott)
καλλώπισμα: τό, κόσμημα, στολισμός, τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα Πλάτ. Γοργ. 492C· καλλωπισμάτων χρυσῶν δημιουργός Πλουτ. Λυκοῦργ. 9, κτλ.· ἐπὶ λόγου, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 46.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
embellissement, ornement.
Étymologie: καλλωπίζω.
Greek Monolingual
το (AM καλλώπισμα) καλλωπίζω
το μέσο με το οποίο κάποιος καλλωπίζεται ή καλλωπίζει
μσν.-αρχ.
το μέσο με το οποίο υπερηφανεύεται κάποιος
αρχ.
1. η προσποίηση («τὰ δὲ ἄλλα ταῡτ' ἐστὶ τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα ἀνθρώπων, φλυαρία καὶ οὐδενὸς ἄξια», Πλάτ.)
2. (για λογοτεχνικό ύφος) η επιτηδευμένη φράση.