φιλητός: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui mérite d’être aimé ; aimé.<br />'''Étymologie:''' [[φιλέω]]. | |btext=ή, όν :<br />qui mérite d’être aimé ; aimé.<br />'''Étymologie:''' [[φιλέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[φιλῶ]]<br />αυτός που αξίζει να τον αγαπούν, [[αξιαγάπητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ φιλητά</i><br />αντικείμενα αγάπης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φιλητῶς</i> Μ<br />αξιαγάπητα, με αξιαγάπητο τρόπο. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A to be loved, worthy of love, Id.EN1168a15; τὰ φ. objects of love, ib.1156a8. II Adv. -τῶς in a friendly spirit, Eust.1490.47.
German (Pape)
[Seite 1277] adj. verb. von φιλέω, geliebt, liebenswürdig, Arist. eth. 8, 2 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ἄξιος ἀγάπης, ἀξιαγάπητος, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 7, 6· τὸ φιλητόν, τὸ ἀγαπητόν, αὐτόθι 8. 2, 2. ― Ἐπίρρ. -τῶς, Εὐστ. 1490. 48.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui mérite d’être aimé ; aimé.
Étymologie: φιλέω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ φιλῶ
αυτός που αξίζει να τον αγαπούν, αξιαγάπητος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ φιλητά
αντικείμενα αγάπης.
επίρρ...
φιλητῶς Μ
αξιαγάπητα, με αξιαγάπητο τρόπο.