εὐμίμητος: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_2) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />facile à imiter.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μιμέομαι]]. | |btext=ος, ον :<br />facile à imiter.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μιμέομαι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐμίμητος:''' [ῑ], -ον, αυτός που εύκολα μπορεί να μιμηθεί [[κάποιος]], ευκολομίμητος, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:08, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], ον,
A easily imitated, Pl.R.605a.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμίμητος: ῑ, ον, ὃν εὐκόλως δύναται νὰ μιμηθῇ τις, Πλάτ. Πολ. 605Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à imiter.
Étymologie: εὖ, μιμέομαι.
Greek Monotonic
εὐμίμητος: [ῑ], -ον, αυτός που εύκολα μπορεί να μιμηθεί κάποιος, ευκολομίμητος, σε Πλάτ.