τρισύλλαβος: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
(Bailly1_5)
(42)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />de trois syllabes, trisyllabique.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[συλλαβή]].
|btext=ος, ον :<br />de trois syllabes, trisyllabique.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[συλλαβή]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρισύλλαβος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που αποτελείται από [[τρεις]] συλλαβές (α. «τρισύλλαβη [[λέξη]]» β. «ἐπήκουσα τῆς ἐπῳδῆς, ἦν δὲ [[τρισύλλαβος]]», Λουκ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τρισυλλάβως]] Α<br />με [[τρεις]] συλλαβές, σε [[τρεις]] συλλαβές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[σύλλαβος]] (<span style="color: red;"><</span> [[συλλαβή]]), <b>πρβλ.</b> <i>πεντα</i>-[[σύλλαβος]]].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισύλλᾰβος Medium diacritics: τρισύλλαβος Low diacritics: τρισύλλαβος Capitals: ΤΡΙΣΥΛΛΑΒΟΣ
Transliteration A: trisýllabos Transliteration B: trisyllabos Transliteration C: trisyllavos Beta Code: trisu/llabos

English (LSJ)

ον,

   A trisyllabic, D.H.Comp.17, A.D.Synt.8.1, Heph.3.2, Luc.Philops.35. Adv. -βως A.D.Pron.78.23.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐσύλλᾰβος: -ον, ὁ ἐκ τριῶν συλλαβῶν συγκείμενος, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 17, Λουκ. Φιλοψ. 35· ἐπίρρ. -βως, Ἀπολλών. π. Ἀντωνυμ. 360. -Ὡσαύτως τρισυλλαβιαῖος, α, ον, Τζέτζ. ἐν Κραμ. Ὀξ. Ἀν. τ. 3, σ. 225, 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de trois syllabes, trisyllabique.
Étymologie: τρεῖς, συλλαβή.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρισύλλαβος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αποτελείται από τρεις συλλαβές (α. «τρισύλλαβη λέξη» β. «ἐπήκουσα τῆς ἐπῳδῆς, ἦν δὲ τρισύλλαβος», Λουκ.).
επίρρ...
τρισυλλάβως Α
με τρεις συλλαβές, σε τρεις συλλαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -σύλλαβος (< συλλαβή), πρβλ. πεντα-σύλλαβος].