καταποντισμός: Difference between revisions
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action de jeter à la mer, de submerger.<br />'''Étymologie:''' [[καταποντίζω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />action de jeter à la mer, de submerger.<br />'''Étymologie:''' [[καταποντίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[καταποντισμός]]) [[καταποντίζω]]<br /><b>1.</b> [[καταπόντιση]], [[καταβύθιση]], [[πνίξιμο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μεγάλη]] [[πτώση]], [[συντριβή]] («ο [[καταποντισμός]] του [[κόμματος]] στις εκλογές). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A drowning, Isoc.12.122 (pl.), LXXPs.51(52).4(6); ὁ κ. τῶν Χρημάτων App.Mac.16.
German (Pape)
[Seite 1372] ὁ, Versenkung ins Meer, Isocr. 12, 122 u. Sp., wie App. Maced. 12.
Greek (Liddell-Scott)
καταποντισμός: ὁ, Ἰσοκρ. 257Ε· ὁ κ. τῶν χρημάτων Ἀππ. Μακεδ. 14.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de jeter à la mer, de submerger.
Étymologie: καταποντίζω.
Greek Monolingual
ο (Α καταποντισμός) καταποντίζω
1. καταπόντιση, καταβύθιση, πνίξιμο
2. μτφ. μεγάλη πτώση, συντριβή («ο καταποντισμός του κόμματος στις εκλογές).