τριακοντούτης: Difference between revisions
From LSJ
Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn
(Bailly1_5) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες ; <i>gén.</i> εος;<br />qui dure trente ans.<br />'''Étymologie:''' [[τριάκοντα]], [[ἔτος]]. | |btext=ης, ες ; <i>gén.</i> εος;<br />qui dure trente ans.<br />'''Étymologie:''' [[τριάκοντα]], [[ἔτος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες / [[τριακοντούτης]], -οῡτες, ΝΜΑ, και [[λόγιος]] τ. θηλ. [[τριακοντούτις]] Ν, και [[τριακονταέτηρος]], -ον, Μ, και τ. θηλ. τριακοντοῦτις, -ούτιδος, Α<br />ο [[τριακονταετής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τριακοντοέτης]] <span style="color: red;"><</span> [[τριάκοντα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ετης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔτος]]), με [[συναίρεση]] του ληκτικού φωνήεντος του α' συνθετικού και του αρκτικού -<i>ε</i>- του β' συνθετικού (<b>πρβλ.</b> <i>πεντηκοντ</i>-<i>ούτης</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
English (LSJ)
τρῐᾱκοντ-οῦτις,
A v. τριακονταέτης.
Greek (Liddell-Scott)
τριᾱκοντούτης: -οῦτις, ἴδε τριακονταετής.
French (Bailly abrégé)
ης, ες ; gén. εος;
qui dure trente ans.
Étymologie: τριάκοντα, ἔτος.
Greek Monolingual
-ες / τριακοντούτης, -οῡτες, ΝΜΑ, και λόγιος τ. θηλ. τριακοντούτις Ν, και τριακονταέτηρος, -ον, Μ, και τ. θηλ. τριακοντοῦτις, -ούτιδος, Α
ο τριακονταετής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριακοντοέτης < τριάκοντα + -ετης (< ἔτος), με συναίρεση του ληκτικού φωνήεντος του α' συνθετικού και του αρκτικού -ε- του β' συνθετικού (πρβλ. πεντηκοντ-ούτης)].