στάλαγμα: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />goutte.<br />'''Étymologie:''' [[σταλάζω]].
|btext=ατος (τό) :<br />goutte.<br />'''Étymologie:''' [[σταλάζω]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ, και [[στάλαμα]] Ν [[σταλάζω]]<br />[[σταγόνα]], [[σταλαματιά]] («ῥοὴ φοινίου σταλάγματος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ροή σταγόνων, [[σταλαγμός]]<br /><b>2.</b> [[υδρορρόη]].
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στάλαγμα Medium diacritics: στάλαγμα Low diacritics: στάλαγμα Capitals: ΣΤΑΛΑΓΜΑ
Transliteration A: stálagma Transliteration B: stalagma Transliteration C: stalagma Beta Code: sta/lagma

English (LSJ)

[στᾰ], ατος, τό, (σταλάσσω)

   A that which drops, a drop, A.Eu.802; ῥοὴ φοινίου σταλάγματος S.Ant.1239; πώματος Philostr. VA3.25: dub. sens. in BGU531 ii 16 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 928] τό, das Getröpfelte, der Tropfen, ἀφεῖσαι δαιμόνων σταλάγματα, Aesch. Eum. 769; Soph. Ant. 1224.

Greek (Liddell-Scott)

στάλαγμα: τό, (στᾱλάσσω) τὸ πῖπτον κατὰ σταγόνας, σταγών, Αἰσχύλ. Εὐμ. πνοὴ φοινίου σταλάγματος Σοφ. Ἀντ. 1239· πόματος Φιλόστρ. 116.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
goutte.
Étymologie: σταλάζω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και στάλαμα Ν σταλάζω
σταγόνα, σταλαματιά («ῥοὴ φοινίου σταλάγματος», Σοφ.)
νεοελλ.
1. ροή σταγόνων, σταλαγμός
2. υδρορρόη.