παράπλειος: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
(Bailly1_4)
(31)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br />presque plein.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[πλέος]].
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br />presque plein.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[πλέος]].
}}
{{grml
|mltxt=-εία, -ον, Α<br />ο [[σχεδόν]] [[γεμάτος]] («[[ὅταν]] παραπλεῑαι ὦσι τράπεζαι σίτου καὶ [[κρειῶν]]», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πλεῖος]], επικ. τ. του [[πλέος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πίμπλημι]], <b>βλ. λ.</b> [[πλέως]])].
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 494] fast voll; Plat. Rep. III, 390 a führt aus Od. 9, 8 an παράπλειαι (v. l. παραπλεῖαι) ὦσι τράπεζαι, wo in unsern Texten steht παρὰ δὲ πλήθωσι τρ.

Greek (Liddell-Scott)

παράπλειος: -α, -ον, σχεδὸν πλήρης, ὅταν παράπλειαι ὦσι τράπεζαι σίτου καὶ κρειῶν ὡς ὁ Πλάτ. ἐν Πολ. 390Α μνημονεύει τὸ ἐν Ὀδ. Ι. 8 χωρίον, ὅπερ κατὰ τὸ παραδεδεγμένον κείμενον ἔχει: παρὰ δὲ πλήθωσι τράπεζαι..

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
presque plein.
Étymologie: παρά, πλέος.

Greek Monolingual

-εία, -ον, Α
ο σχεδόν γεμάτοςὅταν παραπλεῑαι ὦσι τράπεζαι σίτου καὶ κρειῶν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πλεῖος, επικ. τ. του πλέος (< πίμπλημι, βλ. λ. πλέως)].