ἀλινδέω: Difference between revisions

From LSJ

οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be

Source
(Bailly1_1)
(2)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />faire rouler.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[εἰλέω]].
|btext=-ῶ :<br />faire rouler.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[εἰλέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλινδέω:''' ή [[ἀλίνδω]][ᾰ], κάνω [[κάτι]] να κυληθεί ([[αλλά]] Ενεργ. απαντάται μόνο σε συνθ. με το <i>ἐξ</i>)· Παθ., κυλιέμαι στη [[σκόνη]] (πρβλ. [[ἀλινδήθρα]])· μεταφ., περιφέρομαι, [[περιπλανώμαι]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 17:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλινδέω Medium diacritics: ἀλινδέω Low diacritics: αλινδέω Capitals: ΑΛΙΝΔΕΩ
Transliteration A: alindéō Transliteration B: alindeō Transliteration C: alindeo Beta Code: a)linde/w

English (LSJ)

later ἀλίνδω [ᾰ], (pres. only in Pass.): aor. ἤλῑσα (ἐξ-) Ar.Nu.32, and pf. ἤλῑκα (ἐξ-) ib.33 (the simple forms only in Hsch., Suid.):—

   A make to roll.    II Pass., mostly in part., rolling in the dust, like a horse, ἀλινδούμενος Plu.2.396e; ἀλινδόμενοι ψαμάθοισι Nic.Th.156; ἀλινδηθείς ib.204; ἠλινδημένος rolled over, overturned, Din.Fr.10; to be twirled, Call.Iamb.1.113.    2 generally, roam about, ἄλλην ἐξ ἄλλης εἰς χθόν' ἀλινδόμενος AP7.736 (Leon.); ἠλινδημένος ἐν αὐλαῖς σατραπικαῖς having grovelled, Plu.Agis3; frequent, περὶ τήν Ἀκαδημίαν ἀ. Alciphr.3.14; of money-lenders, οἱ περὶ τὰς ψήφους -ούμενοι ib.1.26.    3 sens. obsc., μετά τινος Herod.5.30.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλινδέω: ἢ ἀλίνδω [ᾰ], (ὁ ἐνεστ. εὕρηται μόνο ἐν τῷ παθ.): ὁ ἀόρ. ἤλῑσα καὶ πρκμ. ἤλῑκα εὕρηνται μόνο ἐν συνθέτοις μετὰ τῆς προ. ἐξ: (ὁ σχηματισμὸς τῶν χρόνων τούτων μετὰ ῑ ἀκριβῶς ὁμοιάζει πρὸς τὸν τύπον ἐκύλῑσα ἐκ τοῦ κυλινδέωκυλίνδω): - κυλίω. ΙΙ. παθητ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχ., κυλιόμενος ἐν τῇ κόνει ὡς ὁ ἵππος (πρβλ. ἀλινδήθρα), ἀλινδούμενος, Πλούτ. 2. 396Ε· ἀλινδόμενοι ψαμάθοισι, Νικ. Θ. 156· ἀλινδηθείς, αὐτόθι 204· ἠλινδημένος, κυλισθείς, Δείναρχ. παρὰ Σουΐδ. 2) καθόλου, παριπλανῶμαι, περιφέρομαι, ἄλλην ἐξ ἄλλης εἰς χθόν’ ἀλινδόμενος, Ἀνθ. Π. 7.736· οἳ περὶ τὴν Ἀκαδήμειαν ἀλινδοῦνται, Ἀλκίφρ. 3.14· πρβλ. 31· ἠλινδημένος ἐν αὐλαῖς σατραπικαῖς, κεκυλισμένος ἐν... κτλ. Πλουτ. Ἆγις 6.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire rouler.
Étymologie: DELG cf. εἰλέω.

Greek Monotonic

ἀλινδέω: ή ἀλίνδω[ᾰ], κάνω κάτι να κυληθεί (αλλά Ενεργ. απαντάται μόνο σε συνθ. με το ἐξ)· Παθ., κυλιέμαι στη σκόνη (πρβλ. ἀλινδήθρα)· μεταφ., περιφέρομαι, περιπλανώμαι, σε Ανθ.