κονιορτός: Difference between revisions
Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei
(Bailly1_3) |
(strοng) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />poussière qui s’élève de terre ; <i>p. anal.</i> cendre qui vole.<br />'''Étymologie:''' [[κόνις]], [[ὄρνυμι]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />poussière qui s’élève de terre ; <i>p. anal.</i> cendre qui vole.<br />'''Étymologie:''' [[κόνις]], [[ὄρνυμι]]. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from the [[base]] of [[κονιάω]] and ornumi (to "[[rouse]]"); pulverulence (as blown [[about]]): [[dust]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:46, 25 August 2017
English (LSJ)
ὁ, (κόνις, ὄρνυμι)
A dust raised or stirred up, cloud of dust, Hdt.8.65; ὁ κ. δῆλος αὐτῶν ὡς ὁμοῦ προσκειμένων Ar.Eq.245, cf. Th.4.44; κ. τῆς ὕλης νεωστὶ κεκαυμένης, i.e. a cloud of woodashes, ib.34; κ. καὶ ζάλη Pl.R.496d: in pl., Diocl.Fr.147. 2 generally, dirt, sweepings, σαρώματα . . σὺν τῷ κ. Wilcken Chr.198.16 (iii B.C.). II metaph., dirty fellow, χαίρει τις αὐχμῶν ἢ ῥυπῶν, κ. ἀναπέφηνεν Anaxandr.34.6, cf. Aristopho 10.8; Εὐκτήμων ὁ κ. D. 21.103.
German (Pape)
[Seite 1481] ὁ, aufgeregter Staub, Staubwirbel, Staubwolke; ἰδεῖν κονιορτὸν χωρέοντα ἀπὸ Ἐλευσῖνος Her. 8, 65; ἐν χειμῶνι κονιορτοῦ καὶ ζάλης ὑπὸ πνεύματος φερομένου Plat. Rep. IV, 496 d; Sp., wie Pol. 5, 85, 1. – Auch = Asche, wie man es Thuc. 4, 34, ὁ κον. τῆς ὕλης νεωστὶ κεκαυμένης ἐχώρει πολὺς ἄνω, unnöthigerweise erkl. – In Athen auch ein Schimpfwort für einen schmutzigen Menschen, Dem. 21, 103; vgl. Anaxandrid. bei Ath. VI, 242 f. χαίρει τις αὐχμῶν ἢ ῥυπῶν; κονιορτὸς ἀναπέφηνεν.
Greek (Liddell-Scott)
κονιορτός: ὁ, (κόνις, ὄρνυμι) κόνις ἐγειρομένη ἢ ταρασσομένη, νέφος κόνεως, ὡς ὅταν προχωρῇ ἢ φεύγῃ στρατός, κοιν. «κορνιαχτός», Ἡρόδ. 8. 65· ὁ κ. δῆλος αὐτῶν ὡς ὁμοῦ προσκειμένων Ἀριστοφ. Ἱππ. 245, πρβλ. Θουκ. 4. 44· κ. τῆς ὕλης νεωστὶ κεκαυμένης, δηλ. νέφος τέφρας ἐκ ξύλων, Θουκ. 4. 34· ἐν χειμῶνι κονιορτοῦ Πλάτ. Πολ. 496D. ΙΙ. μεταφ. ἐπὶ ἀκαθάρτου ἀνθρώπου. χαίρει τις αὐχμῶν ἢ ῥυπῶν; κονιορτὸς ἀναπέφηνεν Ἀναξανδρ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 2. 6, πρβλ. Ἀριστοφῶντα ἐν «Πυθαγοριστῇ» 1. 8· Εὐκτήμων ὁ κ. Δημ. 547 ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
poussière qui s’élève de terre ; p. anal. cendre qui vole.
Étymologie: κόνις, ὄρνυμι.
English (Strong)
from the base of κονιάω and ornumi (to "rouse"); pulverulence (as blown about): dust.