Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκυλοδέψης: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />corroyeur.<br />'''Étymologie:''' [[σκύλος]], [[δέψω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />corroyeur.<br />'''Étymologie:''' [[σκύλος]], [[δέψω]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[σκυλοδέσφης]], ὁ, Α<br />αυτός που κατεργάζεται δέρματα, [[βυρσοδέψης]] («ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' [[ἔργον]], χαλκῆς, κεραμῆς, σκυλοδέψαι», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκύλος]] (τὸ) «[[δέρμα]] ζώου» <span style="color: red;">+</span> -[[δέψης]] / -<i>δέσφης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέφω]] / [[δέψω]] «[[κατεργάζομαι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>βυρσο</i>-[[δέψης]]].
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῠλοδέψης Medium diacritics: σκυλοδέψης Low diacritics: σκυλοδέψης Capitals: ΣΚΥΛΟΔΕΨΗΣ
Transliteration A: skylodépsēs Transliteration B: skylodepsēs Transliteration C: skylodepsis Beta Code: skulode/yhs

English (LSJ)

ου, ὁ, (δέφω, δέψω)

   A tanner of hides, Ar.Av.490, Ec.420.

German (Pape)

[Seite 907] ὁ, der Ledergerber, Ar. Av. 490 Eccl. 420.

Greek (Liddell-Scott)

σκῠλοδέψης: -ου, ὁ, (δέφω, δεψέω) ὁ κατεργαζόμενος δέρματα, βυρσοδέψης, Ἀριστοφ. Ὄρν. 490, Ἐκκλ. 420· πρβλ. σκῡτοδέψης, οὗ διαφέρει μόνον κατὰ τὴν ποσότητα τῆς πρώτης συλλαβῆς· οὕτω σκῠλόδεψος, ὁ, Δημ. 781. 18· ἴδε σκυλαδέψης, -ος, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
corroyeur.
Étymologie: σκύλος, δέψω.

Greek Monolingual

και σκυλοδέσφης, ὁ, Α
αυτός που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης («ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον, χαλκῆς, κεραμῆς, σκυλοδέψαι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος (τὸ) «δέρμα ζώου» + -δέψης / -δέσφης (< δέφω / δέψω «κατεργάζομαι»), πρβλ. βυρσο-δέψης].