πρόπαππος: Difference between revisions
From LSJ
ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />bisaïeul.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[πάππος]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />bisaïeul.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[πάππος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / [[πρόπαππος]], ΝΜΑ [[πάππος]]/[[πάπος]]]<br />ο [[πατέρας]] του παππού ή της γιαγιάς. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A great-grandfather, And.2.26 codd., Lys.14.39, Pl. Ti.20e. 2 grandfather, M.Ant.1.4.
German (Pape)
[Seite 738] ὁ, der vor dem Großvater vorhergeht, Urgroßvater; Plat. Tim. 20 e; Andoc. 1, 106.
Greek (Liddell-Scott)
πρόπαππος: ὁ, ὁ τοῦ πάππου πατήρ, Λατ. proavus, Ἀνδοκ. 23. 2, Λυσί. 143. 26, Πλάτ. Τίμ. 20Ε· «ὁ δὲ πάππου ἢ τήθης πατὴρ πρόπαππος, ὡς Ἰσοκράτης· τάχα δ’ ἄν τοῦτον τριτοπάτορα Ἀριστοτέλης καλοῖ» Πολυδ. Γ΄, 17.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
bisaïeul.
Étymologie: πρό, πάππος.
Greek Monolingual
ο / πρόπαππος, ΝΜΑ πάππος/πάπος]
ο πατέρας του παππού ή της γιαγιάς.