τηξιμελής: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui consume <i>ou</i> épuise les membres.<br />'''Étymologie:''' [[τήκω]], [[μέλος]].
|btext=ής, ές :<br />qui consume <i>ou</i> épuise les membres.<br />'''Étymologie:''' [[τήκω]], [[μέλος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που λειώνει, που φθείρει τα [[μέλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> [[τήκω]] <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>λυσι</i>-[[μελής]]].
}}
}}

Revision as of 12:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηξῐμελής Medium diacritics: τηξιμελής Low diacritics: τηξιμελής Capitals: ΤΗΞΙΜΕΛΗΣ
Transliteration A: tēximelḗs Transliteration B: tēximelēs Transliteration C: tiksimelis Beta Code: thcimelh/s

English (LSJ)

ές,

   A wasting the limbs, νοῦσος AP7.234 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1108] ές, Glieder schmelzend, verzehrend, νοῦσος Philp. 25 (VII, 234).

Greek (Liddell-Scott)

τηξῐμελής: -ές, ὁ τήκων, φθείρων τὰ μέλη, τηξιμελεῖ νούσῳ κεκολουμένος Ἀνθ. Π. 7. 234.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui consume ou épuise les membres.
Étymologie: τήκω, μέλος.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που λειώνει, που φθείρει τα μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < τήκω + -μελής (< μέλος), πρβλ. λυσι-μελής].