ἅμιππος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source
(Bailly1_1)
(3)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> rapide comme un coursier;<br /><b>2</b> [[οἱ]] ἅμιπποι fantassins mêlés aux cavaliers.<br />'''Étymologie:''' [[ἅμα]], [[ἵππος]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> rapide comme un coursier;<br /><b>2</b> [[οἱ]] ἅμιπποι fantassins mêlés aux cavaliers.<br />'''Étymologie:''' [[ἅμα]], [[ἵππος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἅμιππος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συμβαδίζει με άλογα, που [[είναι]] δηλ. [[ταχύς]] σαν [[άλογο]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἅμιπποι</i><br />πεζοί στρατιώτες που παρατάσσονταν [[ανάμεσα]] στους ιππείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἅμα</i> «συγχρόνως [[μαζί]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]].
}}
}}

Revision as of 06:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅμιππος Medium diacritics: ἅμιππος Low diacritics: άμιππος Capitals: ΑΜΙΠΠΟΣ
Transliteration A: hámippos Transliteration B: hamippos Transliteration C: amippos Beta Code: a(/mippos

English (LSJ)

ον,

   A keeping up with horses, i.e. fleet as horse, S.Ant. 985 (lyr.).    II ἅμιπποι, οἱ, infantry mixed with cavalry, Th.5.57, X.HG7.5.23 (cj.), Arist.Ath.49.1, cf. Aristarch.ad Hdt.1.215 in PAmh.2.12.    2 pair of horses ridden by a postillion, Suid.

German (Pape)

[Seite 125] 1) roßschnell, Βορεάς Soph. Ant. 972. – 2) Bei Thuc. 5, 57 u. Xen. Hell. 7, 5, 23 Fußsoldaten, die zwischen die Reiter gestellt werden (ἅμα τοῖς ἱππεῦσι τεταγμένοι, Harpocr., der auch eine andere Art ἅμιπποι erwähnt, die zwei Pferde hatten, deren sie sich abwechselnd bedienten; vgl. B. A. 205).

Greek (Liddell-Scott)

ἅμιππος: -ον, ὁ ἅμα τῷ ἵππῳ πορευόμενος, ὁ ταχὺς ὡς ἵππος, Σοφ. Ἀντ. 985. ΙΙ. ἅμιπποι, οἱ, = πεζοὶ ἀναμεμιγμένοι μετὰ τοῦ ἱππικοῦ, Θουκ. 5. 57, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 rapide comme un coursier;
2 οἱ ἅμιπποι fantassins mêlés aux cavaliers.
Étymologie: ἅμα, ἵππος.

Greek Monolingual

ἅμιππος, -ον (Α)
1. αυτός που συμβαδίζει με άλογα, που είναι δηλ. ταχύς σαν άλογο
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἅμιπποι
πεζοί στρατιώτες που παρατάσσονταν ανάμεσα στους ιππείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμα «συγχρόνως μαζί» + ἵππος.