ῥύπον: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_4) |
(36) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />crasse, saleté ; <i>fig.</i> souillure.<br />'''Étymologie:''' [[ῥύπος]]. | |btext=ου (τό) :<br />crasse, saleté ; <i>fig.</i> souillure.<br />'''Étymologie:''' [[ῥύπος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br />το υδαρές υπόλλειμμα του γάλακτος [[μετά]] την [[αφαίρεση]] της τυρίνης και του βουτύρου, το [[τυρόγαλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥύπος]] (<i>τὸ</i>) «[[κρούστα]] τυριού» [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ον</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], τό,
A = ὀρός, whey, Phot.
German (Pape)
[Seite 852] τό, hat man = ῥύπος angenommen wegen des plur. ῥύπα, ohne Grund, f. Lob. Phryn. 150.
Greek (Liddell-Scott)
ῥύπον: [ῡ], τό, = ὀρός, «ὀρός: τὸ λεγόμενον ὑφ’ ἡμῶν ῥυπὸν (γραφ. ῥύπον)· ἔστι δὲ ὑποστάθμη γάλακτος» Φώτ. ἐν λ. ὀρός: ἴδε Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 150.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
crasse, saleté ; fig. souillure.
Étymologie: ῥύπος.
Greek Monolingual
τὸ, Α
το υδαρές υπόλλειμμα του γάλακτος μετά την αφαίρεση της τυρίνης και του βουτύρου, το τυρόγαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύπος (τὸ) «κρούστα τυριού» κατά τα ουδ. σε -ον].