λῆψις: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407
(Bailly1_3)
(eksahir)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de prendre, de s’emparer de;<br /><b>2</b> action de recevoir : μισθοῦ PLAT un salaire.<br />'''Étymologie:''' R. Λαβ, cf. [[λαμβάνω]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de prendre, de s’emparer de;<br /><b>2</b> action de recevoir : μισθοῦ PLAT un salaire.<br />'''Étymologie:''' R. Λαβ, cf. [[λαμβάνω]].
}}
{{eles
|esgtx=[[captación]]
}}
}}

Revision as of 10:31, 22 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῆψις Medium diacritics: λῆψις Low diacritics: λήψις Capitals: ΛΗΨΙΣ
Transliteration A: lē̂psis Transliteration B: lēpsis Transliteration C: lipsis Beta Code: lh=yis

English (LSJ)

εως, ἡ (later λῆμψις POxy.1088.45 (i A.D.), etc.),

   A taking hold, seizing, catching, ῥύγχος . . πρὸς τὰς λ. τῶν ζῳδαρίων Arist.PA662b9; αἱ καμπαὶ τῶν δακτύλων καλῶς ἔχουσι πρὸς τὰς λ. καὶ πιέσεις ib.687b10; ἀπορώτερος ἡ λ. the seizure of them will be more difficult, Th.5.110; ἡ λ. τῆς πόλεως the seizure of it, Id.4.114, cf. 7.25.    2 accepting, receiving, ἥδιστον ὅτῳ πάρεστι λ. ὧν ἐρᾷ καθ' ἡμέραν S.Fr.356; ἡ τοῦ μισθοῦ λ. Pl.R.346d; opp. ἀπόδοσις, ib.332b; opp. ἀποβολαί (loss), Arist.Rh.1362a35 (pl.): in pl., receipts, Pl.R.343d, Alc.1.123a, Arist. EN1122a13, al.    b taking of medicine, προλούσας πρὸ τῆς λ. POxy. l.c.    II attack of fever or sickness, seizure, ἀπὸ τῆς πρώτης λ. Hp.Epid.1.6, cf. Morb.1.18, Arist.Pr.866a26.    III in Logic, assumption (cf. λῆμμα 11), Id.APr.24a23, 24b11.    2 τῇ ἡμετέρᾳ λ. from our point of view, Ascl.Tact.7.8.    IV choice of matter, in a poem, etc., Longin.10.3; cf. λῆμμα 111.    V choice of pitch, in Music, Ocell.4.8, Aristid.Quint.1.11 bis.    VI Geom., τὴν τοῦ κέντρου τοῦ ἐκκέντρου λ. the determination of the centre of the eccentric circle, Procl.Hyp.5.56.

Greek (Liddell-Scott)

λῆψις: -εως, ἡ, (λαμβάνω, λήψομαι) τὸ λαμβάνειν, ἁρπάζειν, πιάνειν, ῥύγχος... πρὸς τὰς λ. τῶν ζῳδαρίων Ἀριστ. π. Ζ· Μορ. 3. 1, 15· αἱ καμπαὶ τῶν δακτύλων καλῶς ἔχουσι πρὸς τὰς λήψεις καὶ πιέσεις αὐτόθι 4. 10, 25· ἀπορώτερος ἡ λ. τῆς πόλεως, ἡ κατάληψις, ἅλωσις αὐτῆς, ὁ αὐτ. ἐν 4. 114, πρβλ. 7. 25. 2) ἀποδοχή, παραδοχή, τὸ λαμβάνειν, κτᾶσθαι, παραλαβή, ἥδιστον ὅτῳ πάρεστι λῆψις ὧν ἐρᾷ καθ’ ἡμέραν Σοφ. Ἀποσπάσ. 326· ἡ τοῦ μισθοῦ λ. Πλάτ. Πολ. 346D ἀντίθετ. τῷ ἀπόδοσις αὐτόθι 332A· τῷ ἀποβολή, Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 6· ἐν τῷ πληθ., παραλαβαί, εἰσπράξεις, Πλάτ. Πολ. 343D, Ἀλκ. 1. 123A, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 43, κι ἀλλ. II. προσβολὴ πυρετοῦ ἢ νόσου, ἀπὸ τῆς πρώτης λ. Ἱππ. Ἐπιδ. 944, πρβλ. 453. 40, Ἀριστ. Προβλ. 1. 55, 3, κ. ἀλλ. III. ἐν τῇ λογικῇ, τὸ λαμβάνειν τι ὡς δεδομένον, Λατ. sumptio (ἴδε λῆμμα ΙΙ), Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 1, 3 καὶ 4 IV. ἡ ἐκλογὴ ὕλης ἐν ποιήματι κλπ., Λογγῖν. 10· πρβλ λῆμμα ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de prendre, de s’emparer de;
2 action de recevoir : μισθοῦ PLAT un salaire.
Étymologie: R. Λαβ, cf. λαμβάνω.

Spanish

captación