μακροτέρως: Difference between revisions
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
(Bailly1_3) |
(24) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=v. [[μακρῶς]]. | |btext=v. [[μακρῶς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μακροτέρως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> για πολύ, για περισσότερο χρόνο<br /><b>2.</b> σε μεγαλύτερο, σε [[μέγιστο]] βαθμό<br /><b>3.</b> στο απώτερο [[σημείο]] («διὸ ἧττον ἡδὺ [ἡ εἰκὼν] ὅτι [[μακροτέρως]]», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μακρότερος</i>, συγκρ. του [[μακρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv. Comp. of μακρός,
A for a longer time, Hp.Prorrh.1.117; to a greater degree, Pl.Sph.258c; at greater length, Arist.Rh.1410b18:
Greek (Liddell-Scott)
μακροτέρως: Ἐπίρρ. συγκρ. τοῦ μακρός, περαιτέρω, «παρέκει», Ἱππ. Προρρ. 75, Πλάτ. Σοφ. 258C (μετὰ διαφ. γραφ. -τέρω, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 11. 20), ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 10, 3.
French (Bailly abrégé)
v. μακρῶς.
Greek Monolingual
μακροτέρως (Α)
επίρρ.
1. για πολύ, για περισσότερο χρόνο
2. σε μεγαλύτερο, σε μέγιστο βαθμό
3. στο απώτερο σημείο («διὸ ἧττον ἡδὺ [ἡ εἰκὼν] ὅτι μακροτέρως», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρότερος, συγκρ. του μακρός.