ἄνιπτος: Difference between revisions

From LSJ

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
(Bailly1_1)
(Autenrieth)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non lavé;<br /><b>2</b> qui ne peut être lavé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[νίπτω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non lavé;<br /><b>2</b> qui ne peut être lavé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[νίπτω]].
}}
{{Autenrieth
|auten=([[νίπτω]]): [[unwashed]], Il. 6.266†.
}}
}}

Revision as of 15:23, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνιπτος Medium diacritics: ἄνιπτος Low diacritics: άνιπτος Capitals: ΑΝΙΠΤΟΣ
Transliteration A: ániptos Transliteration B: aniptos Transliteration C: aniptos Beta Code: a)/niptos

English (LSJ)

ον,

   A unwashen, χερσὶ δ' ἀνίπτοισιν (v.l. -ῃσιν) Διὶ λείβειν . . ἅξομαι Il.6.266, cf. Hes.Op.725, Ev.Matt.15.20: prov., ἀ. ποσί, i.e. unprepared, Luc.Pseudol.4.    2 not to be washed out, αἷμα A.Ag. 1459.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνιπτος: -ον, (νίζω) ἄνιπτος, χερσὶ δ’ ἀνίπτοισιν (ἄλλη γραφὴ -αισι) Διὶ λείβειν... ἅζομαι Ἰλ. Ζ. 266, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 723· «ἀνίπτοις ποσὶν ἀντὶ τοῦ ἀνετοίμως καὶ χωρίς τινος παρασκευῆς» (Σουΐδ.)· οὐδὲ ἀνίπτοις ποσὶ κατὰ τὴν παροιμίαν ἐπὶ τόνδε τὸν λόγον ἀπηντήκαμεν Λουκ. Ψευδολ. 4. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποπλύνῃ, ἀνεξάλειπτος, αἷμα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1459.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non lavé;
2 qui ne peut être lavé.
Étymologie: ἀ, νίπτω.

English (Autenrieth)

(νίπτω): unwashed, Il. 6.266†.