ἐξιτός: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
(Bailly1_2) |
(12) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui peut sortir.<br />'''Étymologie:''' [[ἔξειμι]]². | |btext=ή, όν :<br />qui peut sortir.<br />'''Étymologie:''' [[ἔξειμι]]². | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐξιτός]] -ή, -όν (Α) [[έξειμι]]<br />αυτός που μπορεί να εξέλθει, να βγει («τοῑς οὐκ ἐξιτόν ἐστι», <b>Ησίοδ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:10, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A to be come out of, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι for whom there is no coming out, Hes.Th.732.
German (Pape)
[Seite 884] adj. verb. zu ἐξιέναι, wo man herausgehen kann, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι Hes. Th. 732.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξῐτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἔξειμι (εἶμι) ὁ δυνάμενος νὰ ἐξέλθῃ, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι, οἷς οὐκ ἔστιν ἔξοδος, οὐκ ἔστι δυνατὸν ἐξελθεῖν, Ἡσ. Θ. 732.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui peut sortir.
Étymologie: ἔξειμι².
Greek Monolingual
ἐξιτός -ή, -όν (Α) έξειμι
αυτός που μπορεί να εξέλθει, να βγει («τοῑς οὐκ ἐξιτόν ἐστι», Ησίοδ.).