ὑπαλλάσσω: Difference between revisions
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(Bailly1_5) |
(43) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>c.</i> [[ὑπαλλάττω]]. | |btext=<i>c.</i> [[ὑπαλλάττω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και αττ. τ. ὑπαλλάττω Α<br /><b>1.</b> [[ανταλλάσσω]]<br /><b>2.</b> [[μετατρέπω]], [[μεταβάλλω]]<br /><b>3.</b> [[μεταβάλλω]] [[ελαφρώς]]<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[υφίσταμαι]] βαθμιαίες μεταβολές<br /><b>5.</b> [[υποθηκεύω]], [[ενεχυριάζω]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑπαλλάσσομαι</i><br />[[αλλάζω]] τη [[θέση]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀλλάσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
Att. ὑπαλλάττω,
A exchange, Plb.5.8.9, Luc.Sol.10:—Med., θνητὸν βίον ἀντ' ἀθανάτου Ph.1.37; but τὸ μῖσος τῇ εὐνοίᾳ by the goodwill, J.AJ15.3.2. 2 change a little, Plu.2.930c; τὸ τὴν οἰκείαν χώραν ὑπηλλαχός Gal.10.160; λουτρὰ καὶ θυμοὶ κτλ. ὑπαλλάττοντα τὴν κρᾶσιν Id.6.28, cf. 307, al.; alter the text of a book, τὰς παλαιὰς γραφάς Id.15.21, cf. 16.679, al.:—Med., change one's place, Poll.6.194; change one's bearing, πρός τινας Phot., Suid. s.v. Κωρυκαῖος:—Pass., ὑπηλλάχθαι εἰς . . Arist.Fr.580; ὅταν [βιβλίον] . . τινὰ . . ὑπηλλαγμένα ἔχῃ altered (from the first draft), Gal.15.424. 3 mortgage, ἀρούρας BGU301.9 (ii A. D.), cf. PStrassb.56.8 (iii A. D.), etc. II intr. in Act., change gradually, εἰς ἀνδρῶν ἡλικίαν Poll.2.10; of wine, Gal.15.629.
German (Pape)
[Seite 1181] att. -ττω, verwechseln, vertauschen, verändern, Pol. 3, 8, 9 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπαλλάσσω: Ἀττικ. -ττω, ἀνταλλάσσω, Πολύβ. 5. 8., 9 Λουκ. Σολοικ. 10. ― Μεσ., ὑπαλ. τι ἀντί τινος Φίλων 1. 37· τί τινι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 3, 2. 2) μεταβάλλω ὀλίγον, ἐλαφρῶς, Πλούτ. 2. 930B ― Μέσ., ἀλλάσσω τὴν θέσιν μου, «ὑπαπιέναι, ὑπαλλάττεσθαι, ὑπαφίστασθαι, ὑπεξίστασθαι» Πολυδ. ϛʹ, 194· μεταβάλλω τὸν τρόπον μου, πρός τινα Σουΐδ. καὶ Φώτ. ἐν λέξ. Κωρυκαῖος. ― Παθ., ὑπηλλάχθαι εἰς... Ἀριστ. Ἀποσπ. 539. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., βαθμηδὸν μεταβάλω, Πολυδ. Β΄, 10. ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Ιϛʹ, σ. 507, 508, 512.
French (Bailly abrégé)
c. ὑπαλλάττω.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ὑπαλλάττω Α
1. ανταλλάσσω
2. μετατρέπω, μεταβάλλω
3. μεταβάλλω ελαφρώς
4. (αμτβ.) υφίσταμαι βαθμιαίες μεταβολές
5. υποθηκεύω, ενεχυριάζω
6. μέσ. ὑπαλλάσσομαι
αλλάζω τη θέση μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀλλάσσω.