λάλλαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(Bailly1_3)
(22)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῶν ([[αἱ]]) :<br />petits cailloux.<br />'''Étymologie:''' [[λᾶας]].
|btext=ῶν ([[αἱ]]) :<br />petits cailloux.<br />'''Étymologie:''' [[λᾶας]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λάλλαι]], αἱ (Α)<br />βότσαλα σε [[ακρογιαλιά]] ή σε όχθη ποταμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαλῶ</i>, με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>λ</i>- λόγω του ήχου που κάνουν τα βότσαλα].
}}
}}

Revision as of 07:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάλλαι Medium diacritics: λάλλαι Low diacritics: λάλλαι Capitals: ΛΑΛΛΑΙ
Transliteration A: lállai Transliteration B: lallai Transliteration C: lallai Beta Code: la/llai

English (LSJ)

αἱ,

   A pebbles, from their prattling in the stream, restored for ἄλλαι in Theoc.22.39, from Hsch., EM555.47.

Greek (Liddell-Scott)

λάλλαι: -αἱ, αἱ παραθαλάσσιοι ἢ παραποτάμιοι ψῆφοι ἐκ τοῦ θορύβου ὃν ποιοῦσιν ὅταν κινῶνται ὑπὸ τῶν κυμάτων ἢ τοῦ ῥεύματος, ἐκ διορθώσεως ἀντὶ τοῦ ἄλλαι ἐν Θεοκρ. 22. 39, ἐκ τοῦ Ἡσυχ., Ἐτυμ. Μέγ. 555. 47.

French (Bailly abrégé)

ῶν (αἱ) :
petits cailloux.
Étymologie: λᾶας.

Greek Monolingual

λάλλαι, αἱ (Α)
βότσαλα σε ακρογιαλιά ή σε όχθη ποταμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαλῶ, με εκφραστικό διπλασιασμό του -λ- λόγω του ήχου που κάνουν τα βότσαλα].