παράθυρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517
(Bailly1_4)
(30)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[θύρα]];<br />porte de côté <i>ou</i> porte dérobée.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[θύρα]].
|btext=ου (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[θύρα]];<br />porte de côté <i>ou</i> porte dérobée.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[θύρα]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[δίπλα]] στη [[θύρα]]<br /><b>2.</b> (το θηλ, ως ουσ.) <i>ἡ [[παράθυρος]]<br />(ενν. [[θύρα]]) η πλαϊνή [[θύρα]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[παράθυρος]]<br />(ενν. <i>Λίθος</i>) [[λίθος]] που αποτελούσε [[μέρος]] της πλαϊνής πόρτας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θυρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θύρα]] «πόρτα»].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράθῠρος Medium diacritics: παράθυρος Low diacritics: παράθυρος Capitals: ΠΑΡΑΘΥΡΟΣ
Transliteration A: paráthyros Transliteration B: parathyros Transliteration C: parathyros Beta Code: para/quros

English (LSJ)

(sc. θύρα), ἡ,

   A = παραθύρα, PMich.Zen.38.11 (iii B. C.), Plu.2.617a.    II (sc. λίθος), ὁ, stone forming part of a side-door, Milet.7p.56.

German (Pape)

[Seite 479] neben od. bei der Thür, Sp.; ἡ παράθυρος, die Nebenthür, Plut. Symp. 1, 2, 4.

Greek (Liddell-Scott)

παράθῠρος: (ἐξυπακ. θύρα), ἡ, πλαγία θύρα, παραπύλιον, Πλούτ. 2. 617Α, Κλήμ. Ἀλ. 897· -οὕτω, παραθύρα, ἡ, καὶ ὑποκορ. παραθύριον, τό, Γλωσσ.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
s.e. θύρα;
porte de côté ou porte dérobée.
Étymologie: παρά, θύρα.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται δίπλα στη θύρα
2. (το θηλ, ως ουσ.) παράθυρος
(ενν. θύρα) η πλαϊνή θύρα
3. το αρσ. ως ουσ. παράθυρος
(ενν. Λίθος) λίθος που αποτελούσε μέρος της πλαϊνής πόρτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -θυρος (< θύρα «πόρτα»].