ἔδεσμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
(Bailly1_2)
(big3_13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />nourriture, aliment, mets.<br />'''Étymologie:''' [[ἔδω]].
|btext=ατος (τό) :<br />nourriture, aliment, mets.<br />'''Étymologie:''' [[ἔδω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. αἴδ- Tit.Bost.<i>Man</i>.M.18.1153C<br />[[comida]], [[alimento]] τὰ ἐδέσματα τὰ ἰώμενά ἐστι καὶ τὰ βλάπτοντα Hp.<i>Morb.Sacr</i>.1.23, cf. 1.12, κοῦφον ... ἔ. Hp.<i>Aff</i>.52, cf. <i>Int</i>.31, Isoc.8.109, X.<i>Hier</i>.1.23, Antiph.27.10, πῶμα [[ἔδεσμα]] τε Pl.<i>Ti</i>.73a, ἡ ... ἐδεσμάτων ἐπιθυμία Pl.<i>R</i>.559b, ἀπέλαυσα πολλῶν καὶ καλῶν ἐδεσμάτων Antiph.82.1, cf. Theopomp.Hist.22, <i>Batr</i>.(a) 31, Arist.<i>HA</i> 522<sup>a</sup>4, ὅμοιοι γὰρ οἱ ἄνθρωποι τοῖς οἴνοις καὶ ἐδέσμασιν Arist.<i>EE</i> 1238<sup>a</sup>23, πῖον ἔ. Call.<i>Dian</i>.148, cf. Archestr.<i>SHell</i>.169.5, Polem.Hist.83, Plb.38.5.7, Plu.<i>Tim</i>.6, Luc.<i>Vit.Auct</i>.19, ἡσθεῖσα τῷ ἐδέσματι I.<i>AI</i> 1.43, (ἰατρική) προσφέρει τόδε τὸ [[βοήθημα]] ἢ τὸ ἔ. Anon.<i>Prol</i>.27.59, cf. Herm.<i>Mand</i>.5.2.2, Vett.Val.331.22, <i>Orac.Sib</i>.5.469, βαπτίζετε ὑμῶν τὰ ἐδέσματα Manes 81.1, λυπροῖς αἰδέσμασι διαιτώμενοι Tit.Bost.l.c.
}}
}}

Revision as of 12:09, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔδεσμα Medium diacritics: ἔδεσμα Low diacritics: έδεσμα Capitals: ΕΔΕΣΜΑ
Transliteration A: édesma Transliteration B: edesma Transliteration C: edesma Beta Code: e)/desma

English (LSJ)

ατος, τό, (ἔδω)

   A meat, food, Pl.Ti.73a, Antiph.26.10: pl., eatables, meats, Batr.31, X.Hier.1.23, Pl.R.559b, Antiph.82.1, Porph. Abst.1.55: metaph., οὐ γὰρ ἡδύσματι χρῆται ἀλλ' ὡς ἐδέσματι τοῖς ἐπιθέτοις Arist.Rh.1406a19:—Dim. ἐδεσμάτιον, τό, Procl.ad Hes.Op.41.

German (Pape)

[Seite 715] τό, die Speise, das Essen, Plat. Tim. 73 a; Isocr. 8, 109; Antiphan. Ath. III, 127 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἔδεσμα: τό, (ἔδω), φαγητόν, τροφή, Πλάτ. Τίμ. 73Α, Ἀντιφ. ἐν «Ἁλιευομένῃ», 1. 10· πληθ., ἐδώδιμα, «φαγώσιμα», Βατραχομ. 31, Πλάτ. Πολ. 559Β: - ὑποκορ. ἐδεσμάτιον, τό, Πρόκλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 41.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
nourriture, aliment, mets.
Étymologie: ἔδω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Grafía: graf. αἴδ- Tit.Bost.Man.M.18.1153C
comida, alimento τὰ ἐδέσματα τὰ ἰώμενά ἐστι καὶ τὰ βλάπτοντα Hp.Morb.Sacr.1.23, cf. 1.12, κοῦφον ... ἔ. Hp.Aff.52, cf. Int.31, Isoc.8.109, X.Hier.1.23, Antiph.27.10, πῶμα ἔδεσμα τε Pl.Ti.73a, ἡ ... ἐδεσμάτων ἐπιθυμία Pl.R.559b, ἀπέλαυσα πολλῶν καὶ καλῶν ἐδεσμάτων Antiph.82.1, cf. Theopomp.Hist.22, Batr.(a) 31, Arist.HA 522a4, ὅμοιοι γὰρ οἱ ἄνθρωποι τοῖς οἴνοις καὶ ἐδέσμασιν Arist.EE 1238a23, πῖον ἔ. Call.Dian.148, cf. Archestr.SHell.169.5, Polem.Hist.83, Plb.38.5.7, Plu.Tim.6, Luc.Vit.Auct.19, ἡσθεῖσα τῷ ἐδέσματι I.AI 1.43, (ἰατρική) προσφέρει τόδε τὸ βοήθημα ἢ τὸ ἔ. Anon.Prol.27.59, cf. Herm.Mand.5.2.2, Vett.Val.331.22, Orac.Sib.5.469, βαπτίζετε ὑμῶν τὰ ἐδέσματα Manes 81.1, λυπροῖς αἰδέσμασι διαιτώμενοι Tit.Bost.l.c.