ἱπποκρατέω: Difference between revisions
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />l’emporter par sa cavalerie ; <i>Pass.</i> être inférieur par sa cavalerie.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[κρατέω]]. | |btext=-ῶ :<br />l’emporter par sa cavalerie ; <i>Pass.</i> être inférieur par sa cavalerie.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[κρατέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἱπποκρᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υπερισχύω]] στο ιππικό, [[νικώ]], σε Δημ. — Παθ., είμαι [[υποδεέστερος]] στο ιππικό, σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 30 December 2018
English (LSJ)
A to be superior in horse, D.19.148, Plb.3.66.2, Onos.31.1:—Pass., to be in ferior in horse, Th.6.71.
German (Pape)
[Seite 1260] (dem Feinde) an Reitern überlegen sein, durch Reiterei siegen; Thuc. 6, 71 im pass.; Pol. 3, 66, 2 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποκρᾰτέω: ὑπερισχύω διὰ τοῦ ἱππικοῦ, νικῶ, καὶ τρόπαιον εἱστήκει καὶ ἱπποκράτουν Δημ. 387. 13, Πολύβ. 3. 66, 2˙ - Παθ., εἶμαι ὑποδεέστερος κατὰ τὸ ἱππικόν, ὅπως μὴ παντάπασιν ἱπποκρατῶνται Θουκ. 6, 71˙ εἶμαι ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν ἱππικῆς δυνάμεως, ἀλλ’ ἱπποκρατεῖται μὲν ἄπαντα καὶ τὴν χώραν ἔχουσι νῦν οἱ πολέμιοι Συνέσ. 265, ἔνθα διάφ. γρ. ἱπποκροτεῖται.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
l’emporter par sa cavalerie ; Pass. être inférieur par sa cavalerie.
Étymologie: ἵππος, κρατέω.
Greek Monotonic
ἱπποκρᾰτέω: μέλ. -ήσω, υπερισχύω στο ιππικό, νικώ, σε Δημ. — Παθ., είμαι υποδεέστερος στο ιππικό, σε Θουκ.