συναποφαίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
(Bailly1_5)
(6)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=être d’accord avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], ἀποφαίνομαι.
|btext=être d’accord avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], ἀποφαίνομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συναποφαίνομαι:''' μέλ. <i>-φᾰνοῦμαι</i>, Μέσ., [[αποφαίνομαι]], [[γνωματεύω]] ομοίως ή από κοινού, [[συμφωνώ]] με όσα βεβαιώνει [[κάποιος]], σε Ισοκρ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 19:08, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 1003] (s. φαίνω), mit od. zugleich seine Meinung sagen, συναποφηναμένου κἀμοῦ τι τοιοῦτον, Aesch. 2, 42; mit beistimmen, Pol. 4, 31, 5; Strab. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

être d’accord avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀποφαίνομαι.

Greek Monotonic

συναποφαίνομαι: μέλ. -φᾰνοῦμαι, Μέσ., αποφαίνομαι, γνωματεύω ομοίως ή από κοινού, συμφωνώ με όσα βεβαιώνει κάποιος, σε Ισοκρ. κ.λπ.