ὑποδρώω: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(Bailly1_5)
(6)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>épq. p.</i> [[ὑποδράω]].
|btext=<i>épq. p.</i> [[ὑποδράω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποδρώω:''' Επικ. αντί ὑπο-[[δράω]], [[υπηρετώ]], είμαι [[εξυπηρετικός]], [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]] σε, <i>τινί</i>, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 21:20, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 1216] poet. statt ὑποδράω, ohne Noth zur Erkl. von ὑποδρώωσι angenommen. S, ὑποδράω.

French (Bailly abrégé)

épq. p. ὑποδράω.

Greek Monotonic

ὑποδρώω: Επικ. αντί ὑπο-δράω, υπηρετώ, είμαι εξυπηρετικός, χρήσιμος, ωφέλιμος σε, τινί, σε Ομήρ. Οδ.