σκύζα: Difference between revisions

From LSJ

Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht

Menander, Monostichoi, 371
(Bailly1_4)
(37)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=(ἡ) :<br />rut.<br />'''Étymologie:''' DELG [[σκύζομαι]] grogner.
|btext=(ἡ) :<br />rut.<br />'''Étymologie:''' DELG [[σκύζομαι]] grogner.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />σφοδρή σαρκική [[επιθυμία]], [[οργασμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η λ. συνδέεται με το λατ. <i>cauda</i> «[[ουρά]]», ενώ άλλοι υποθέτουν ότι πρόκειται για υποχωρητ. σχηματισμό από το ρ. [[σκύζομαι]] με αρχική σημ. «[[γρυλίζω]], [[γογγύζω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκύζα Medium diacritics: σκύζα Low diacritics: σκύζα Capitals: ΣΚΥΖΑ
Transliteration A: skýza Transliteration B: skyza Transliteration C: skyza Beta Code: sku/za

English (LSJ)

ἡ,

   A lust, Philet. ap. Hsch.: as a term of abuse applied to a woman, Supp.Epigr.4.47 (Messana, Defixio).

German (Pape)

[Seite 906] ἡ, Brunst, Geilheit, Philetas bei Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σκύζα: ἡ, (κύω, κυέω) ὀργασμός, ἐπιθυμία, ἀσέλγεια, Φιλέτ. 32, ἀλλ’ ἴδε Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 4, σ. 648.

French (Bailly abrégé)

(ἡ) :
rut.
Étymologie: DELG σκύζομαι grogner.

Greek Monolingual

ἡ, Α
σφοδρή σαρκική επιθυμία, οργασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η λ. συνδέεται με το λατ. cauda «ουρά», ενώ άλλοι υποθέτουν ότι πρόκειται για υποχωρητ. σχηματισμό από το ρ. σκύζομαι με αρχική σημ. «γρυλίζω, γογγύζω»].