πυρίδαπτος: Difference between revisions

From LSJ

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />consumé par le feu.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]], [[δάπτω]].
|btext=ος, ον :<br />consumé par le feu.<br />'''Étymologie:''' [[πῦρ]], [[δάπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που καταναλώθηκε από τη [[φωτιά]] («περιδάπτῳ λαμπάδι τερπόμεναι καθ' ὁδόν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> πυρι (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>δαπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάπτω]] «[[καταβροχθίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>Ηφαιστό</i>-<i>δαπτος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρῐδαπτος Medium diacritics: πυρίδαπτος Low diacritics: πυρίδαπτος Capitals: ΠΥΡΙΔΑΠΤΟΣ
Transliteration A: pyrídaptos Transliteration B: pyridaptos Transliteration C: pyridaptos Beta Code: puri/daptos

English (LSJ)

ον, (δάπτω)

   A devoured by fire, A.Eu.1041 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 822] vom Feuer verzehrt, λαμπάς, Aesch. Eum. 993.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίδαπτος: -ον, (δάπτω) ὁ ὑπὸ τοῦ πυρὸς καταναλωθείς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 1041.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
consumé par le feu.
Étymologie: πῦρ, δάπτω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που καταναλώθηκε από τη φωτιά («περιδάπτῳ λαμπάδι τερπόμεναι καθ' ὁδόν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + -δαπτος (< δάπτω «καταβροχθίζω»), πρβλ. Ηφαιστό-δαπτος].