ἐπόγμιος: Difference between revisions
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
(Bailly1_2) |
(14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui préside aux sillons <i>ép. de Déméter</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὄγμος]]. | |btext=ος, ον :<br />qui préside aux sillons <i>ép. de Déméter</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὄγμος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπόγμιος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «ὦ [[Δάματερ]] ἐπόγμιε»<br />[[Δήμητρα]] που προστατεύεις τους όγμους, τις σειρές του θερισμού. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A presiding over the furrows, Δαμάτηρ AP6.258 (Adaeus).
German (Pape)
[Seite 1006] ον, Beiwort der Demeter, Add. 1 (VI, 258); nach Suid. ἔφορος τοῦ θέρους, dem Pflügen od. Mähen vorstehend. S. ὄγμος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπόγμιος: -ον, ἐπίθ. τῆς Δήμητρας, ἡ προστάτις τῶν ὄγμων τοῦ ἀγροῦ, ἡ ἔφορος τοῦ θέρους, ὦ Δάματερ ἐπόγμιε Ἀνθ. Π. 6. 258.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui préside aux sillons ép. de Déméter.
Étymologie: ἐπί, ὄγμος.
Greek Monolingual
ἐπόγμιος, -ον (Α)
φρ. «ὦ Δάματερ ἐπόγμιε»
Δήμητρα που προστατεύεις τους όγμους, τις σειρές του θερισμού.