ἑλκτικός: Difference between revisions
τὸν τεθνηκότα μὴ κακολογεῖν → do not speak ill of the dead, speak no ill of the dead (Chilon the Spartan)
(Bailly1_2) |
(big3_14b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui a la propriété de tirer, d’attirer.<br />'''Étymologie:''' [[ἕλκω]]. | |btext=ή, όν :<br />qui a la propriété de tirer, d’attirer.<br />'''Étymologie:''' [[ἕλκω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[capaz de arrastrar o atraer]] sent. fís. τὸ σπλάγχνον ... ἑλκτικόν ref. al corazón, Hp.<i>Cord</i>.8, cf. Steph.<i>in Hp.Progn</i>.170.21, τοῦ θρεπτικοῦ φυσικαὶ δυνάμεις εἰσὶ τέσσαρες, ἑλκτικὴ καθεκτικὴ ἀλλοιωτικὴ ἀποκριτική Nemes.<i>Nat.Hom</i>.23, cf. Phlp.<i>Aet</i>.319.3, c. gen. [[δύναμις]] ... ἑλκτικὴ τῶν οἰκείων Gal.4.534, ἑλκτικὴ τῆς ἐν τῷ βάθει νοτίδος ... ἐστιν ἡ συκῆ Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.154.20<br /><b class="num">•</b>sent. intelectual [[capaz de atraer hacia]] gener. c. πρός y ac. μάθημα ... ἑ. ... πρὸς οὐσίαν Pl.<i>R</i>.523a, ἑλκτικαῖς ἡδονῶν περιαγωγαῖς πρὸς ἀκρασίαν Meth.<i>Res</i>.2.1, πρὸς ἡδονὰς ὢν ἑ. (νόμος) Meth.<i>Res</i>.2.6, ἐπαοιδαὶ ... ἑλκτικαί Ael.<i>NA</i> 17.6. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for drawing, attractive, πρός τι ib.523a, cf. Thphr.CP3.17.3 (Comp.), Ael.NA 17.6.
German (Pape)
[Seite 799] zum Ziehen gehörig, hinziehend; πρὸς οὐσίαν ἑλκ. (μάθημα) Plat. Rep. VII, 523 a; Sp., wie Ael. H. A. 17, 6, ἐπαοιδαί.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλκτικός: -ή, -όν, κατάλληλος ὅπως ἑλκύσῃ, ἑλκυστικός, Πλάτ. Πολ. 523Α, Αἰλ. π. Ζ. 17. 6.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui a la propriété de tirer, d’attirer.
Étymologie: ἕλκω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
capaz de arrastrar o atraer sent. fís. τὸ σπλάγχνον ... ἑλκτικόν ref. al corazón, Hp.Cord.8, cf. Steph.in Hp.Progn.170.21, τοῦ θρεπτικοῦ φυσικαὶ δυνάμεις εἰσὶ τέσσαρες, ἑλκτικὴ καθεκτικὴ ἀλλοιωτικὴ ἀποκριτική Nemes.Nat.Hom.23, cf. Phlp.Aet.319.3, c. gen. δύναμις ... ἑλκτικὴ τῶν οἰκείων Gal.4.534, ἑλκτικὴ τῆς ἐν τῷ βάθει νοτίδος ... ἐστιν ἡ συκῆ Gr.Nyss.Hom.in Cant.154.20
•sent. intelectual capaz de atraer hacia gener. c. πρός y ac. μάθημα ... ἑ. ... πρὸς οὐσίαν Pl.R.523a, ἑλκτικαῖς ἡδονῶν περιαγωγαῖς πρὸς ἀκρασίαν Meth.Res.2.1, πρὸς ἡδονὰς ὢν ἑ. (νόμος) Meth.Res.2.6, ἐπαοιδαὶ ... ἑλκτικαί Ael.NA 17.6.