μηδοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμενharbour secret counsels

Source
(Bailly1_3)
 
(25)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui tue des Mèdes.<br />'''Étymologie:''' [[Μῆδος]], [[κτείνω]].
|btext=ος, ον :<br />qui tue des Mèdes.<br />'''Étymologie:''' [[Μῆδος]], [[κτείνω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μηδοκτόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που φονεύει Μήδους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Μῆδος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μητρο</i>-[[κτόνος]].
}}
}}

Revision as of 06:47, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue des Mèdes.
Étymologie: Μῆδος, κτείνω.

Greek Monolingual

μηδοκτόνος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει Μήδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μῆδος + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο-κτόνος.