βεβαιωτής: Difference between revisions
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(Bailly1_1) |
(big3_8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> celui qui assure <i>ou</i> affirme;<br /><b>2</b> celui qui décide, arbitre.<br />'''Étymologie:''' [[βεβαιόω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> celui qui assure <i>ou</i> affirme;<br /><b>2</b> celui qui décide, arbitre.<br />'''Étymologie:''' [[βεβαιόω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> βεβαιωτάς <i>IG</i> 9<sup>2</sup>(1).754.5 (Anfisa I a.C.), <i>IAE</i> 36.9 (I d.C.)<br /><b class="num">1</b> adj. [[garante]], [[que sirve de]] o [[que da garantía o seguridad]] de pers., c. gen. βεβαιωτὴν δὲ τοῦ μόνιμον αὐτὴν ἐπὶ ποσὸν γενέσθαι Λυκόρταν Plb.2.40.2, ἀμφισβητουμένων Plb.4.40.3, τῆς πίστεως Plu.<i>Flam</i>.4, τῆς δὲ πατρίου (ἱστορίας) β. ... νομισθείς considerado una autoridad en la historia de su país</i> D.H.1.28, τοῦ μέλλοντος λέγεσθαι D.H.3.67<br /><b class="num">•</b>de abstr. τ[ο] ύτους (λόγους) βεβαιωτὰς [[αὐτοῦ]] παρισ[τάν] ουσιν presentan estos (argumentos) como confirmaciones o garantías de éste</i> Phld.<i>Sign</i>.29.30.<br /><b class="num">2</b> subst. [[garante]] legal ἵνα ... παραδόντες τοῖς βεβαιωταῖς τὸν περὶ τῆς βεβαιώσεως λόγον συνστήσωνται <i>UPZ</i> 162.6.10 (II a.C.), cf. <i>PGrenf</i>.2.33.4 (II a.C.), καθέστακε δὲ βεβαιωτὰν [κατὰ τὸν] ν[όμ] ον Νίκιππον <i>IG</i> l.c., ὧν ἁπάντων ἐναργέστατος ἦν βεβαιωτὰς [[αὐτός]] <i>IAE</i> l.c., προπωλητὴς καὶ β. τῶν κατὰ τὴν ὠνὴν ταύτην πάντων <i>PPar</i>.17.14 (II d.C.), cf. <i>PLips</i>.1.10 (II a.C.), <i>SB</i> 8007.3 (IV d.C.), <i>PAbinn</i>.251.11 (IV d.C.). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:57, 21 August 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who gives assurance of a thing, authority, ἀμφισβητουμένων Plb.4.40.3 (pl.); ἱστορίας D.H.1.28, cf. 3.67, al.; confirmatory, λόγοι Phld.Sign.29. 2 legal surety, τοῦ μόνιμον τὴν ὁμόνοιαν γενέσθαι Plb.2.40.2; β. τῆς πίστεως παρέχεσθαι Plu. Flam.4; warrantor in sales, SIG2832 (Amphipolis), etc.
German (Pape)
[Seite 440] ὁ, Bestätiger, Bekräftiger, Gewährsmann. Pol. 2, 40; πίστεως Plut. Flam. 4 u. öfter; Dion. Hal. 1, 11.
Greek (Liddell-Scott)
βεβαιωτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐπιβεβαιῶν τι, παρέχων βεβαιότητα, Διον. Ἁλ. 1. 1242. 2) ἐπὶ δικανικῆς σημασίας, ὁ ἐπιβεβαιῶν τι, ἐγγυητής, Λατ. fidejussor. Πολύβ. 2. 40. 2. Συλλ. Ἐπιγρ. 2693 e· β. τῆς ὠνῆς 2694 a· ‒ οὕτω, βεβαιωτήρ, ῆρος, ὁ, Δελφ. Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1699, 1702 κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 celui qui assure ou affirme;
2 celui qui décide, arbitre.
Étymologie: βεβαιόω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): βεβαιωτάς IG 92(1).754.5 (Anfisa I a.C.), IAE 36.9 (I d.C.)
1 adj. garante, que sirve de o que da garantía o seguridad de pers., c. gen. βεβαιωτὴν δὲ τοῦ μόνιμον αὐτὴν ἐπὶ ποσὸν γενέσθαι Λυκόρταν Plb.2.40.2, ἀμφισβητουμένων Plb.4.40.3, τῆς πίστεως Plu.Flam.4, τῆς δὲ πατρίου (ἱστορίας) β. ... νομισθείς considerado una autoridad en la historia de su país D.H.1.28, τοῦ μέλλοντος λέγεσθαι D.H.3.67
•de abstr. τ[ο] ύτους (λόγους) βεβαιωτὰς αὐτοῦ παρισ[τάν] ουσιν presentan estos (argumentos) como confirmaciones o garantías de éste Phld.Sign.29.30.
2 subst. garante legal ἵνα ... παραδόντες τοῖς βεβαιωταῖς τὸν περὶ τῆς βεβαιώσεως λόγον συνστήσωνται UPZ 162.6.10 (II a.C.), cf. PGrenf.2.33.4 (II a.C.), καθέστακε δὲ βεβαιωτὰν [κατὰ τὸν] ν[όμ] ον Νίκιππον IG l.c., ὧν ἁπάντων ἐναργέστατος ἦν βεβαιωτὰς αὐτός IAE l.c., προπωλητὴς καὶ β. τῶν κατὰ τὴν ὠνὴν ταύτην πάντων PPar.17.14 (II d.C.), cf. PLips.1.10 (II a.C.), SB 8007.3 (IV d.C.), PAbinn.251.11 (IV d.C.).