δεσμωτήριον: Difference between revisions

From LSJ

διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water

Source
(Bailly1_1)
(big3_10)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />prison.<br />'''Étymologie:''' [[δεσμόω]].
|btext=ου (τό) :<br />prison.<br />'''Étymologie:''' [[δεσμόω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, τό<br />[[prisión]], [[cárcel]] πολλοὶ ... ἄνθρωποι ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ ἦσαν Th.6.60, cf. Hdt.3.23, Arist.<i>Rh</i>.1375<sup>a</sup>6, <i>PCair.Zen</i>.77.5 (III a.C.), LXX <i>Ge</i>.39.22, Charito 6.7.8, <i>Eu.Matt</i>.11.2, <i>POxy</i>.902.7 (V d.C.), εἰς τὸ δ. ἀπάγειν Pl.<i>Grg</i>.486a, Is.4.28, D.9.60, 10.74, D.S.11.86, Plu.<i>Mar</i>.4, εἰς τὸ δ. ἀποτεθέντων Lycurg.112, ἐκ τοῦ [δε] σμωτηρί[ου] ἐξαιρεῖν <i>Rhamnonte</i> 15.23 (III a.C.), ἐν χαλκῷ δεσμωτηρίῳ δεδεμένοι encadenados en una prisión broncínea</i> I.<i>Ap</i>.2.247, ἐν οἴκῳ τοῦ δεσμωτηρίου LXX <i>Id</i>.16.21B, cf. Iust.<i>Nou</i>.8.13, tb. plu. ὁ μὴ δοὺς τοῖς δεσμωτηρίοις ὡς πονηρὸς ἐγκατελείπετο I.<i>BI</i> 2.273, cf. Plu.<i>TG</i> 8, D.Chr.30.12, Vett.Val.66.23<br /><b class="num">•</b>fig. τὸ περὶ τὰ ἐγκύκλια καὶ πολιτικὰ δ. Epicur.<i>Sent.Vat</i>.[6] 58, πλούτου δεσμωτήρια prisiones de riqueza</i> de la atesorada por los avaros, Philostr.<i>VS</i> 547, εἶναι ... τὸν κόσμον ... δ. ὑπὸ τῶν θεῶν κατεσκευασμένον D.Chr.30.11, cf. Ph.2.501, ὦ ἡσυχία δ. παθῶν <i>Apoph.Patr.Sys</i>.2.35.38.
}}
}}

Revision as of 12:23, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεσμωτήριον Medium diacritics: δεσμωτήριον Low diacritics: δεσμωτήριον Capitals: ΔΕΣΜΩΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: desmōtḗrion Transliteration B: desmōtērion Transliteration C: desmotirion Beta Code: desmwth/rion

English (LSJ)

τό,

   A prison, Th.6.60, Pl.Grg.486a, D.9.60, etc.; δ. ἀνδρῶν Hdt.3.23: pl., = Lat.ergastula, Plu.TG8.

German (Pape)

[Seite 551] τό, das Gefängniß, ἀνδρῶν Her. 3, 23; Thuc. 6, 60; Andoc. 1, 48 u. A.; εἰς τὸ δ. ἀπάγειν Plat. Gorg. 486 a; εἰσάγειν Dem.

Greek (Liddell-Scott)

δεσμωτήριον: τό, εἱρκτή, φυλακή, Θουκ. 6. 60, Πλάτ., κ. ἀλλ.· δ. ἀνδρῶν Ἡρόδ. 3. 23.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
prison.
Étymologie: δεσμόω.

Spanish (DGE)

-ου, τό
prisión, cárcel πολλοὶ ... ἄνθρωποι ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ ἦσαν Th.6.60, cf. Hdt.3.23, Arist.Rh.1375a6, PCair.Zen.77.5 (III a.C.), LXX Ge.39.22, Charito 6.7.8, Eu.Matt.11.2, POxy.902.7 (V d.C.), εἰς τὸ δ. ἀπάγειν Pl.Grg.486a, Is.4.28, D.9.60, 10.74, D.S.11.86, Plu.Mar.4, εἰς τὸ δ. ἀποτεθέντων Lycurg.112, ἐκ τοῦ [δε] σμωτηρί[ου] ἐξαιρεῖν Rhamnonte 15.23 (III a.C.), ἐν χαλκῷ δεσμωτηρίῳ δεδεμένοι encadenados en una prisión broncínea I.Ap.2.247, ἐν οἴκῳ τοῦ δεσμωτηρίου LXX Id.16.21B, cf. Iust.Nou.8.13, tb. plu. ὁ μὴ δοὺς τοῖς δεσμωτηρίοις ὡς πονηρὸς ἐγκατελείπετο I.BI 2.273, cf. Plu.TG 8, D.Chr.30.12, Vett.Val.66.23
fig. τὸ περὶ τὰ ἐγκύκλια καὶ πολιτικὰ δ. Epicur.Sent.Vat.[6] 58, πλούτου δεσμωτήρια prisiones de riqueza de la atesorada por los avaros, Philostr.VS 547, εἶναι ... τὸν κόσμον ... δ. ὑπὸ τῶν θεῶν κατεσκευασμένον D.Chr.30.11, cf. Ph.2.501, ὦ ἡσυχία δ. παθῶν Apoph.Patr.Sys.2.35.38.