διαρρέω: Difference between revisions
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
(Bailly1_2) |
(big3_11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> διαρρεύσομαι, <i>ao.2</i> [[διερρύην]], <i>pf.</i> [[διερρύηκα]];<br /><b>I.</b> ([[διά]], en séparant);<br /><b>1</b> <i>litt.</i> couler de côté et d’autre ; se dissoudre, s’échapper, se perdre ; <i>en parl. de pers.</i> être épuisé : ὑπὸ μαλακίας PLUT par la mollesse ; δ. [[τῷ]] βίῳ ÉL mener une vie dissolue;<br /><b>2</b> se répandre de côté et d’autre;<br /><b>3</b> si distendre : χείλη διερρυηκότα, les lèvres écartées, la bouche bée;<br /><b>II.</b> ([[διά]], à travers);<br /><b>1</b> couler à travers;<br /><b>2</b> suinter ; <i>en parl. d’un navire</i> faire eau;<br /><b>3</b> couler <i>ou</i> glisser à travers : [[τῶν]] [[χειρῶν]] LUC à travers les mains ; διὰ [[τῶν]] δακτύλων LUC à travers les doigts.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ῥέω]]. | |btext=<i>f.</i> διαρρεύσομαι, <i>ao.2</i> [[διερρύην]], <i>pf.</i> [[διερρύηκα]];<br /><b>I.</b> ([[διά]], en séparant);<br /><b>1</b> <i>litt.</i> couler de côté et d’autre ; se dissoudre, s’échapper, se perdre ; <i>en parl. de pers.</i> être épuisé : ὑπὸ μαλακίας PLUT par la mollesse ; δ. [[τῷ]] βίῳ ÉL mener une vie dissolue;<br /><b>2</b> se répandre de côté et d’autre;<br /><b>3</b> si distendre : χείλη διερρυηκότα, les lèvres écartées, la bouche bée;<br /><b>II.</b> ([[διά]], à travers);<br /><b>1</b> couler à travers;<br /><b>2</b> suinter ; <i>en parl. d’un navire</i> faire eau;<br /><b>3</b> couler <i>ou</i> glisser à travers : [[τῶν]] [[χειρῶν]] LUC à travers les mains ; διὰ [[τῶν]] δακτύλων LUC à travers les doigts.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ῥέω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Grafía:</b> graf. διαρέω Hsch.<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [jón. pres. διαρρέει Hdt.7.108, át. contr. pres. διαρρεῖ S.<i>Ai</i>.1267, inf. διαρρεῖν Arist.<i>Pr</i>.873<sup>b</sup>30; aor. ind. pas. διερρύη Plu.<i>Aem</i>.24, subj. 3<sup>a</sup> sg. [[διαρύɛ̄ι]] <i>ICr</i>.4.73.A.1 (Gortina V a.C.), inf. διαρρυῆναι Epicur.<i>Ep</i>.[3] 104; perf. part. διερρυηκώς Ar.<i>Nu</i>.873, Plu.2.32f]<br /><b class="num">I</b> ref. a líquidos y otros fluidos<br /><b class="num">1</b> [[fluir]], [[correr a través de]] c. ac. πᾶσαν (χώραν) διαρρέων de un río, Isoc.11.14, c. [[διά]] y gen. διὰ ... τοῦ μέσου Λίσος ποταμὸς διαρρέει Hdt.l.c., cf. Plb.9.43.1, διαρρεῖν ... δι' ὧν ἔξοδοι δέδονται de las secreciones, Hp.<i>de Arte</i> 12, c. εἰς y ac. πᾶσαι αἱ φλέβες καὶ διαρρέουσιν ἐς ἑωυτάς Hp.<i>Loc.Hom</i>.3, εἰς τὴν θάλατταν de ríos, Arist.<i>HA</i> 569<sup>a</sup>20, εἰς τὰ πλάγια del aire, Epicur.l.c.<br /><b class="num">•</b>abs. del vino a través del cuerpo, Arist.l.c., διαρρέουσι ... κρῆναι συχναί Ael.<i>VH</i> 3.1, cf. D.S.3.43<br /><b class="num">•</b>en v. pas. de lugares [[ser recorrido]], [[ser atravesado]] ποταμοῖς διαρρεῖσθαι de una región, Plu.2.951f, πηγαῖς διαρρεῖσθαι τὸ χωρίον Philostr.<i>VA</i> 3.56, πεδία ... ποταμῶν δὲ πλήθεσι διαρρεόμενα D.S.2.35, de pers. ἱδρῶτι διερρεῖτο era atravesado por el sudor</i> e.e. transpiraba</i> Hld.10.13.1.<br /><b class="num">2</b> abs. [[rezumar]] τὸ [[ἔδαφος]] ... διαρρέον καὶ τὴν ἰκμάδα παρέχον Thphr.<i>Ign</i>.41<br /><b class="num">•</b>náut. [[hacer agua]] τὸ σκαφίδιον ... διαρρεῖ Luc.<i>DMort</i>.20.1.<br /><b class="num">3</b> [[escaparse de su cauce]], [[hacer inundación]], <i>ICr</i>.4.73.A.3 (Gortina V a.C.), v. <i>infra</i><br /><b class="num">•</b>[[escaparse]], [[escurrirse]] τὸ ὕδωρ ... διὰ τῶν δακτύλων διαρρυέν Luc.<i>DMort</i>.7.1, fig. de pers. o anim. διαρρυῆναι τῶν χειρῶν de un atleta escurrirse entre las manos</i> Luc.<i>Anach</i>.28, μύραινα διαρρέει οἷάπερ ὕδωρ Opp.<i>H</i>.2.273.<br /><b class="num">4</b> c. suj. de pers. [[hacer fluir a través]] αἴ τις κα [[διαρύɛ̄ι]] ὔδορ ἐς τō γείτονος, προ[Ϝείπαντι ἄπατον] μɛ̄ν αἰ με̄̀ διαρεῖ si uno hace pasar agua por (el terreno) del vecino, habiéndolo avisado, no será multado si (el agua) no se sale e.d. no hace inundación</i>, <i>ICr</i>.4.73A.1 (Gortina V a.C.).<br /><b class="num">II</b> fig.<br /><b class="num">1</b> [[desplegarse]], [[dispersarse]], [[extenderse]] de soldados διαρρέοντας ἐκ τῆς στρατοπεδείας Plb.1.74.10, διαρρέοντες ἀτάκτως Plb.4.12.11, ref. un pez μέσσος δὲ διαρρέει ἠΰτε λαῖφος λεπτὸς ὑμήν en medio se extiende como una vela una fina membrana</i> Opp.<i>H</i>.1.346<br /><b class="num">•</b>perf. [[estar extendido, separado]] τοῖσι χείλεσιν διερρυηκόσιν con los labios separados</i> para pronunciar, Ar.l.c.<br /><b class="num">•</b>de noticias [[difundirse]] διερρύη τὰ τῆς φήμης Plu.<i>Aem</i>.24, τοῦ δὲ περὶ τὴν νίκην λόγου διαρρυέντος κατὰ τὴν πόλιν D.S.14.74.<br /><b class="num">2</b> [[desaparecer]], [[debilitarse]] χάρις διαρρεῖ S.l.c., cf. Sapph.98(b).9, de la luna πάλιν διαρρεῖ de nuevo desaparece e.e. se oculta</i> S.<i>Fr</i>.871.8<br /><b class="num">•</b>del dinero [[gastarse]] D.37.54<br /><b class="num">•</b>de pers. y anim., en sent. fís. [[debilitarse]], [[consumirse]] πρὶν διερρυηκέναι antes de que quede consumido</i> Ar.<i>V</i>.1156, διαρρεῖν τὰ μέλη Arist.<i>Mir</i>.836<sup>a</sup>3, ὑγρῷ κώματι διερρεομένους Hld.3.4.4<br /><b class="num">•</b>en sent. moral [[estar consumido]] e.e. [[ser disoluto]] de los sibaritas τῷ βίῳ διαρρεῖν llevar una vida disoluta</i> Ael.<i>VH</i> 9.24, ὑπὸ πλούτου καὶ μαλακίας διερρυηκώς Plu.2.32f, διαρρέοντες ὑπὸ πλούτου καὶ τρυφῆς Plu.<i>Ages</i>.14, cf. Luc.<i>DMort</i>.21.4, Hsch.l.c.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Tb. se ha expl. [[διαρύɛ̄ι]] como de *δι-αρύω ‘extraer’ o como *δια-Ϝρύω equiv. de át. *διερύω, jón. [[διειρύω]] q.u. ‘hacer pasar a través’. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 21 August 2017
English (LSJ)
A flow through, διὰ μέσου Hdt.7.108; δ. μέσου αὐτοῦ Ael. VH3.1: c. acc., τὴν χώραν Isoc.11.14; δ. εἰς τὴν θάλατταν, of rivers, Arist.HA569a20:—Pass., Epicur.Ep.2p.47U.; to be drenched, ἱδρῶτι Hld.10.13; of a country, ποταμοῖς διαρρεῖσθαι Plu.2.951f: also intr. in Act., τὸ ἔδαφος διαρρέον καὶ τὴν ἰκμάδα παρέχον Thphr.Ign. 41. 2 slip through, τῶν χειρῶν Luc.Anach.28; διὰ τῶν δακτύλων Id.DMort.17.1. 3 of a vessel, leak, ib.10.1. 4 of a report, fade away, die away, Plu.Aem.24. 5 χείλη διερρυηκότα gaping lips, Ar.Nu.873. II fall away like water, die or waste away, χάρις διαρρεῖ S.Aj.1267; of the moon, wane, πάλιν διαρρεῖ κἀπὶ μηδὲν ἔρχεται Id.Fr.871.8; to be 'boiled to rags', Ar.V.1156; of money, μὴ λαθεῖν διαρρυὲν τἀργύριον D.37.54; of soldiers, δ. ἐκ τῆς στρατοπεδείας Plb.1.74.10; δ. κατὰ πόλεις Plu.Sull.27, etc.; also δ. ὑπὸ πλούτου καὶ μαλακίας, Lat. diffluere luxuria, Id.2.32f, cf. Ages.14, Luc.DMort.11.4, etc.; δ. τῷ βίῳ lead a loose life, Ael.VH9.24.
Greek (Liddell-Scott)
διαρρέω: μέλλ. διαρρεύσομαι· ἀόρ. διερρύην· πρκμ. διερρύηκα·― ῥέω διὰ μέσου, διὰ μέσου Ἡρόδ. 7. 108· δ. μέσου αὐτοῦ Αἰλ. Π. Ἱστ. 3. 1· ὡσαύτως μετ’ αἰτιατ., τὴν χώραν Ἰσοκρ. 224Β· δ. εἰς τὴν θάλασσαν, ἐπὶ ποταμῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 15, 2.― Παθ., εἶμαι καταβεβρεγμένος, κάθυγρος, ἱδρῶτι Ἡλιόδ. 10. 13. 2) ἐκφεύγω διὰ μέσου, διολισθαίνω, τῶν χειρῶν Λουκ. Γυμν. 28. 3) ἐπὶ πλοίου, κάμνω νερά, ὁ αὐτ. Νεκρ. Διαλ. 10. 1· τὸ ἔδαφος διαρρέον καὶ τὴν ἰκμάδα παρέχον Θεόφρ. Πυρ. 41. 4) ἐπὶ φήμης, διαδίδομαι, Πλούτ. Αἰμιλ. 25. 5) χείλη διερρυηκότα, διεστηκότα, χαίνοντα, Ἀριστοφ. Νεφ. 873. ΙΙ. διαρρέω ὡς ὕδωρ, ἐξαφανίζομαι, χάρις διαρρεῖ Σοφ. Αἴ. 1267· ἐπὶ τῆς σελήνης, φθίνω, πάλιν διαρρεῖ κἀπὶ μηδὲν ἔρχεται ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 713· ἐπὶ ἀποθανόντος, Ἀριστοφ. Σφ. 1156· ἐπὶ χρημάτων, Δημ. 982. 10· ἐπὶ στρατιωτῶν, δ. ἐκ τῆς στρατοπεδείας, Λατ. dilabi, Πολύβ. 1. 74, 10, πρβλ. Πλούτ. Σύλλ. 27, κτλ.· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἄλλων προσώπων καθόλου, δ. ὑπὸ μαλακίας, Λατ. diffluere luxuria, Πλούτ. 2. 32F, πρβλ. ὁ αὐτ. Ἀγησ. 14, Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 11. 4, κτλ.· δ. τῷ βίῳ, διάγω ζωὴν ἀνειμένην καὶ παραλελυμένην, Αἰλ. Π. Ἱστ. 9. 24.
French (Bailly abrégé)
f. διαρρεύσομαι, ao.2 διερρύην, pf. διερρύηκα;
I. (διά, en séparant);
1 litt. couler de côté et d’autre ; se dissoudre, s’échapper, se perdre ; en parl. de pers. être épuisé : ὑπὸ μαλακίας PLUT par la mollesse ; δ. τῷ βίῳ ÉL mener une vie dissolue;
2 se répandre de côté et d’autre;
3 si distendre : χείλη διερρυηκότα, les lèvres écartées, la bouche bée;
II. (διά, à travers);
1 couler à travers;
2 suinter ; en parl. d’un navire faire eau;
3 couler ou glisser à travers : τῶν χειρῶν LUC à travers les mains ; διὰ τῶν δακτύλων LUC à travers les doigts.
Étymologie: διά, ῥέω.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. διαρέω Hsch.
• Morfología: [jón. pres. διαρρέει Hdt.7.108, át. contr. pres. διαρρεῖ S.Ai.1267, inf. διαρρεῖν Arist.Pr.873b30; aor. ind. pas. διερρύη Plu.Aem.24, subj. 3a sg. διαρύɛ̄ι ICr.4.73.A.1 (Gortina V a.C.), inf. διαρρυῆναι Epicur.Ep.[3] 104; perf. part. διερρυηκώς Ar.Nu.873, Plu.2.32f]
I ref. a líquidos y otros fluidos
1 fluir, correr a través de c. ac. πᾶσαν (χώραν) διαρρέων de un río, Isoc.11.14, c. διά y gen. διὰ ... τοῦ μέσου Λίσος ποταμὸς διαρρέει Hdt.l.c., cf. Plb.9.43.1, διαρρεῖν ... δι' ὧν ἔξοδοι δέδονται de las secreciones, Hp.de Arte 12, c. εἰς y ac. πᾶσαι αἱ φλέβες καὶ διαρρέουσιν ἐς ἑωυτάς Hp.Loc.Hom.3, εἰς τὴν θάλατταν de ríos, Arist.HA 569a20, εἰς τὰ πλάγια del aire, Epicur.l.c.
•abs. del vino a través del cuerpo, Arist.l.c., διαρρέουσι ... κρῆναι συχναί Ael.VH 3.1, cf. D.S.3.43
•en v. pas. de lugares ser recorrido, ser atravesado ποταμοῖς διαρρεῖσθαι de una región, Plu.2.951f, πηγαῖς διαρρεῖσθαι τὸ χωρίον Philostr.VA 3.56, πεδία ... ποταμῶν δὲ πλήθεσι διαρρεόμενα D.S.2.35, de pers. ἱδρῶτι διερρεῖτο era atravesado por el sudor e.e. transpiraba Hld.10.13.1.
2 abs. rezumar τὸ ἔδαφος ... διαρρέον καὶ τὴν ἰκμάδα παρέχον Thphr.Ign.41
•náut. hacer agua τὸ σκαφίδιον ... διαρρεῖ Luc.DMort.20.1.
3 escaparse de su cauce, hacer inundación, ICr.4.73.A.3 (Gortina V a.C.), v. infra
•escaparse, escurrirse τὸ ὕδωρ ... διὰ τῶν δακτύλων διαρρυέν Luc.DMort.7.1, fig. de pers. o anim. διαρρυῆναι τῶν χειρῶν de un atleta escurrirse entre las manos Luc.Anach.28, μύραινα διαρρέει οἷάπερ ὕδωρ Opp.H.2.273.
4 c. suj. de pers. hacer fluir a través αἴ τις κα διαρύɛ̄ι ὔδορ ἐς τō γείτονος, προ[Ϝείπαντι ἄπατον] μɛ̄ν αἰ με̄̀ διαρεῖ si uno hace pasar agua por (el terreno) del vecino, habiéndolo avisado, no será multado si (el agua) no se sale e.d. no hace inundación, ICr.4.73A.1 (Gortina V a.C.).
II fig.
1 desplegarse, dispersarse, extenderse de soldados διαρρέοντας ἐκ τῆς στρατοπεδείας Plb.1.74.10, διαρρέοντες ἀτάκτως Plb.4.12.11, ref. un pez μέσσος δὲ διαρρέει ἠΰτε λαῖφος λεπτὸς ὑμήν en medio se extiende como una vela una fina membrana Opp.H.1.346
•perf. estar extendido, separado τοῖσι χείλεσιν διερρυηκόσιν con los labios separados para pronunciar, Ar.l.c.
•de noticias difundirse διερρύη τὰ τῆς φήμης Plu.Aem.24, τοῦ δὲ περὶ τὴν νίκην λόγου διαρρυέντος κατὰ τὴν πόλιν D.S.14.74.
2 desaparecer, debilitarse χάρις διαρρεῖ S.l.c., cf. Sapph.98(b).9, de la luna πάλιν διαρρεῖ de nuevo desaparece e.e. se oculta S.Fr.871.8
•del dinero gastarse D.37.54
•de pers. y anim., en sent. fís. debilitarse, consumirse πρὶν διερρυηκέναι antes de que quede consumido Ar.V.1156, διαρρεῖν τὰ μέλη Arist.Mir.836a3, ὑγρῷ κώματι διερρεομένους Hld.3.4.4
•en sent. moral estar consumido e.e. ser disoluto de los sibaritas τῷ βίῳ διαρρεῖν llevar una vida disoluta Ael.VH 9.24, ὑπὸ πλούτου καὶ μαλακίας διερρυηκώς Plu.2.32f, διαρρέοντες ὑπὸ πλούτου καὶ τρυφῆς Plu.Ages.14, cf. Luc.DMort.21.4, Hsch.l.c.
• Etimología: Tb. se ha expl. διαρύɛ̄ι como de *δι-αρύω ‘extraer’ o como *δια-Ϝρύω equiv. de át. *διερύω, jón. διειρύω q.u. ‘hacer pasar a través’.