διαπραγματεύομαι: Difference between revisions
(Bailly1_2) |
(big3_11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=examiner à fond, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πραγματεύομαι]]. | |btext=examiner à fond, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πραγματεύομαι]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[examinar a fondo]], [[ocuparse de]] τοῦτον τὸν λόγον Pl.<i>Phd</i>.77d, τὴν αἰτίαν Pl.<i>Phd</i>.95e, τὴν παροῦσαν ἀπόκρισιν Iambl.<i>Myst</i>.1.19.<br /><b class="num">2</b> [[negociar]] ἵνα γνοῖ τί διεπραγματεύσαντο <i>Eu.Luc</i>.19.15<br /><b class="num">•</b>abs. [[dirigir una empresa comercial]] en part. ὁ διαπραγματευόμενος <i>POxy</i>.1982.16 (V d.C.).<br /><b class="num">3</b> [[hacer]], [[llevar a cabo]] μηδὲν ἡμῶν ἄλλο διαπραγματευομένων, ὅ τι μὴ τὸ κατὰ τὴν δίαιταν Gal.17(2).436, διαπραγματευόμεθά τι πρὸς τοὺς ἐφόρους τοῦ σώματος Iambl.<i>Myst</i>.5.16, en v. pas. τὸ πᾶν τῆς οἰκονομίας θεοπρεπῶς ... διεπραγματεύθη Phot.<i>Bibl</i>.194b25.<br /><b class="num">II</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[ocuparse]], [[trabajar]] c. giro prep. ἀπὸ τέχνης τινὸς ... περί τι μέρος τῶν ἐν τῷ βίῳ διαπραγματευομένης Iambl.<i>Myst</i>.3.1, περὶ τῶν κατηγοριῶν Simp.<i>in Cat</i>.8.22.2, εἰς τὴν αὐτὴν ὑπόθεσιν Phot.<i>Bibl</i>.99b10.<br /><b class="num">2</b> [[actuar]], [[comportarse]] ἱερῶς διαπραγματευομένη llevando una vida santa</i> Dion.Ar.<i>EH</i> 73.17, cf. 77.7, πρὸς τοὺς ... λέγοντας πῶς ἂν διαπραγματεύσοιο; ¿cómo tratarías con aquellos que dicen ...?</i> Dexipp.<i>in Cat</i>.34.5. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:59, 21 August 2017
English (LSJ)
A discuss or examine thoroughly, τοῦτον τὸν λόγον Pl.Phd.77d; τὴν αἰτίαν ib.95e. II gain by trading, Ev.Luc. 19.15. III accomplish, τι πρὸς τοὺς θεούς Iamb.Myst.5.16.
German (Pape)
[Seite 597] 1) genau durchforschen, untersuchen, Plat. Phaed. 77 d 95 e. – 2) unternehmen, Dion. Hal. 3, 72.
Greek (Liddell-Scott)
διαπραγμᾰτεύομαι: ἀποθ., συζητῶ ἢ ἐξετάζω ἐπιμελῶς ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους τοῦτον τὸν λόγον Πλάτ. Φαίδωνι 77D· τὴν αἰτίαν αὐτόθι 95Ε. ΙΙ. ἐπιχειρῶ νὰ ἐκτελέσω, τι Διον. Ἁλ. 3. 72. ΙΙΙ. κερδαίνω ἐμπορευόμενος, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιθ΄, 15.
French (Bailly abrégé)
examiner à fond, acc..
Étymologie: διά, πραγματεύομαι.
Spanish (DGE)
I tr.
1 examinar a fondo, ocuparse de τοῦτον τὸν λόγον Pl.Phd.77d, τὴν αἰτίαν Pl.Phd.95e, τὴν παροῦσαν ἀπόκρισιν Iambl.Myst.1.19.
2 negociar ἵνα γνοῖ τί διεπραγματεύσαντο Eu.Luc.19.15
•abs. dirigir una empresa comercial en part. ὁ διαπραγματευόμενος POxy.1982.16 (V d.C.).
3 hacer, llevar a cabo μηδὲν ἡμῶν ἄλλο διαπραγματευομένων, ὅ τι μὴ τὸ κατὰ τὴν δίαιταν Gal.17(2).436, διαπραγματευόμεθά τι πρὸς τοὺς ἐφόρους τοῦ σώματος Iambl.Myst.5.16, en v. pas. τὸ πᾶν τῆς οἰκονομίας θεοπρεπῶς ... διεπραγματεύθη Phot.Bibl.194b25.
II intr.
1 ocuparse, trabajar c. giro prep. ἀπὸ τέχνης τινὸς ... περί τι μέρος τῶν ἐν τῷ βίῳ διαπραγματευομένης Iambl.Myst.3.1, περὶ τῶν κατηγοριῶν Simp.in Cat.8.22.2, εἰς τὴν αὐτὴν ὑπόθεσιν Phot.Bibl.99b10.
2 actuar, comportarse ἱερῶς διαπραγματευομένη llevando una vida santa Dion.Ar.EH 73.17, cf. 77.7, πρὸς τοὺς ... λέγοντας πῶς ἂν διαπραγματεύσοιο; ¿cómo tratarías con aquellos que dicen ...? Dexipp.in Cat.34.5.