διαπατταλεύω: Difference between revisions

From LSJ

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source
(Bailly1_2)
 
(9)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>att. c.</i> [[διαπασσαλεύω]].
|btext=<i>att. c.</i> [[διαπασσαλεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[διαπατταλεύω]] και [[διαπασσαλεύω]] (Α)<br />[[τεντώνω]] ([[δέρμα]] [[συνήθως]]) και [[καρφώνω]] τις άκρες στα [[άκρα]] σταυρωτών πασσάλων.
}}
}}

Revision as of 06:27, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

att. c. διαπασσαλεύω.

Greek Monolingual

διαπατταλεύω και διαπασσαλεύω (Α)
τεντώνω (δέρμα συνήθως) και καρφώνω τις άκρες στα άκρα σταυρωτών πασσάλων.