τρωκτός: Difference between revisions

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source
(Bailly1_5)
(42)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />que l’on peut croquer <i>ou</i> manger ; τὰ τρωκτά friandises de dessert ; τρωκτὰ σησάμου [[τε]] καὶ μέλιτος HDT des gâteaux de sésame et de miel.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[τρώγω]].
|btext=ή, όν :<br />que l’on peut croquer <i>ou</i> manger ; τὰ τρωκτά friandises de dessert ; τρωκτὰ σησάμου [[τε]] καὶ μέλιτος HDT des gâteaux de sésame et de miel.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[τρώγω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[τρώγω]]<br /><b>1.</b> [[εδώδιμος]], [[ιδίως]] ο [[καρπός]] που τρώγεται [[ωμός]]<br /><b>2.</b> (για κήπο) αυτός που περιλαμβάνει καρποφόρα δέντρα ή άλλα φυτά<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ [[τρωκτά]]<br />τα [[τρωγάλια]].
}}
}}

Revision as of 12:50, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρωκτός Medium diacritics: τρωκτός Low diacritics: τρωκτός Capitals: ΤΡΩΚΤΟΣ
Transliteration A: trōktós Transliteration B: trōktos Transliteration C: troktos Beta Code: trwkto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be gnawed or eaten raw; eatable, Hdt.2.92; κῆποι τ. kitchen gardens, Philostr.VA3.56; τ. λάχανα Artem.1.67.    II τρωκτά, τά, = τρωγάλια, fruits eaten at dessert, ὅσα ἐστὶ τ. X.An.5.3.12; τρωκτὰ σησάμου τε καὶ μέλιτος sweatmeats of sesame and honey, Hdt.3.48.

Greek (Liddell-Scott)

τρωκτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ τρώγω, ὁ τρωγόμενος, ἐδώδιμος, ἰδίως ὁ καρπὸς ὁ τρωγόμενος ὠμός, ἐν τούτῳ τρωκτὰ ὅσον τε πυρὴν ἐλαίης ἐγγίγνεται συχνὰ Ἡρόδ. 2. 92· τρ. κῆπος, ὁ περιέχων καρποφόρα δένδρα ἢ ἄλλα φυτά, Φιλόστρατ. 138. ΙΙ. τρωκτά, τά, = τρωγάλια, καρποὶ τρωγόμενοι ὡς ἐπιδορπίσματα, ὅσα ἐστὶ τρ. Ξεν. Ἀνάβ. 5. 3, 12· τρωκτὰ σησάμου τε καὶ μέλιτος, γλυκύσματα ἐκ.., Ἡρόδ. 3. 48.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
que l’on peut croquer ou manger ; τὰ τρωκτά friandises de dessert ; τρωκτὰ σησάμου τε καὶ μέλιτος HDT des gâteaux de sésame et de miel.
Étymologie: adj. verb. de τρώγω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τρώγω
1. εδώδιμος, ιδίως ο καρπός που τρώγεται ωμός
2. (για κήπο) αυτός που περιλαμβάνει καρποφόρα δέντρα ή άλλα φυτά
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρωκτά
τα τρωγάλια.