μεταρσιολεσχία: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />bavardage dans les nues, <i>càd</i> sur des questions ardues <i>ou</i> inabordables.<br />'''Étymologie:''' [[μετάρσιος]], [[λέσχη]].
|btext=ας (ἡ) :<br />bavardage dans les nues, <i>càd</i> sur des questions ardues <i>ou</i> inabordables.<br />'''Étymologie:''' [[μετάρσιος]], [[λέσχη]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μεταρσιολεσχία]], ἡ (Α) [[μεταρσιολέσχης]]<br />η [[φλυαρία]] σχετικά με αφηρημένα και ασύλληπτα θέματα.
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταρσιολεσχία Medium diacritics: μεταρσιολεσχία Low diacritics: μεταρσιολεσχία Capitals: ΜΕΤΑΡΣΙΟΛΕΣΧΙΑ
Transliteration A: metarsioleschía Transliteration B: metarsioleschia Transliteration C: metarsioleschia Beta Code: metarsiolesxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = μετεωρολογία, Plu.Per.5.

German (Pape)

[Seite 153] ἡ, = μετεωρολογία, mit einer verächtlichen Nebenbedeutung des Schwatzens; Plut. Pericl. 5; D. L. 5, 43.

Greek (Liddell-Scott)

μεταρσιολεσχία: ἡ, = μετεωρολογία, Πλουτ. Περικλ. 5.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bavardage dans les nues, càd sur des questions ardues ou inabordables.
Étymologie: μετάρσιος, λέσχη.

Greek Monolingual

μεταρσιολεσχία, ἡ (Α) μεταρσιολέσχης
η φλυαρία σχετικά με αφηρημένα και ασύλληπτα θέματα.